Ενδιαφέρουν Νέα

ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΕΚΘΕΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Μπορεί κανείς να αρνηθεί την αχρείαστη περιπλοκή μιας ανέτοιμης ή αδύναμης έκθεσης;

Ερέθισμα για το συγκεκριμένο άρθρο μού έδωσε ένα κείμενο του Ηρακλή Παπαϊωάννου στο chronosmag.eu. Θα ήθελα να διατυπώσω ορισμένες σκέψεις σχετικά, αφού πρώτα το μοιραστώ μαζί σας.

Η θέση του είναι η παρακάτω:


Η παρουσίαση εκθέσεων φωτογραφίας, με τις ποικίλες αισθητικές τους αναζητήσεις, και τις προσδοκώμενες συνδηλώσεις κύρους και βιογραφικής ανέλιξης, κλιμακώνεται σε μια εποχή υπερχειλίζουσας επικοινωνίας, οδηγώντας σε μια πληθωριστική υπερέκθεση. Διαθέτουν όλες αυτές οι εκθέσεις κοινό; Όσο αυξάνεται ο αριθμός τους, τόσο μοιάζει να μειώνεται ο διάλογος και ο αναστοχασμός σχετικά με αυτές, ενώ εξακολουθεί να απουσιάζει αιχμηρά η κριτική. Κάποια στιγμή όμως τα φώτα σβήνουν. Και τότε μένει κανείς αντιμέτωπος με τα ίδια ερωτηματικά, το ίδιο κενό που πιέζει βασανιστικά όσο πριν. Χωρίς να έχει μορφωθεί περισσότερο, χωρίς ίσως να έχει μορφώσει άλλους περισσότερο.

Δεν είναι ζήτημα μόνο πρόθεσης των δημιουργών. Πλήθος οργανισμών, ιδρυμάτων και φεστιβάλ γεννά όλο και περισσότερες εκθέσεις και καλλιτεχνικά γεγονότα, σε μια δυναμική αναπόδραστα ανατροφοδοτούμενη. Η συνθήκη θυμίζει αυτό που σημείωνε παλιότερα ο Μπουρντιέ για την τηλεόραση: αναμεταδίδει εκπομπές τόσες ώρες και σε τόσους σταθμούς που είναι πρακτικά αδύνατον να έχουν όλες ποιοτικό περιεχόμενο. Έτσι, οδηγούμαστε, κατά μία έννοια, στην τηλεοπτικοποίηση της καλλιτεχνικής ζωής, διαδικασία στην οποία η υπεραξία και η αυταξία της δημοσιότητας, η εμφατική επιδίωξη της διαρκώς συρρικνούμενης πρωτοτυπίας, υπερκαλύπτουν συχνά το πνευματικό διακύβευμα. Ενίοτε μάλιστα οργανώνονται δράσεις για τις οποίες ανακοινώνεται εκ των προτέρων ότι ο καλλιτεχνικός τους καρπός θα αποκτήσει εκθεσιακή μορφή προτού καν παραχθεί. Πώς τεκμαίρεται εξαρχής με τέτοια βεβαιότητα ότι χρήζει δημόσιας παρουσίασης;

Μπορεί κανείς να αρνηθεί την αχρείαστη περιπλοκή μιας ανέτοιμης ή αδύναμης έκθεσης; Μπορεί να αποποιηθεί την κεκτημένη ταχύτητα, να προσπεράσει την ανάγκη επιβεβαίωσης αν και εφόσον η έκθεση δεν προκαλεί εσωτερικό ρίγος πρώτα στον ίδιο τον δημιουργό; Κάποιες εκθέσεις διακόπτουν τη συνέχεια της ημέρας σαν κοφτερές λεπίδες· σπανιότερα εκτρέπουν με δύναμη τον ίδιο τον προσανατολισμό της ζωής, σε ατομικό έστω ορίζοντα. Άλλες εγγράφονται απλώς και σωρευτικώς στο πολιτιστικό ημερολόγιο, συναγωνίζονται σθεναρά για να κερδίσουν ανώδυνα την ελάχιστη συλλογική προσοχή. Διαπερνάται όμως κανείς από τον ηλεκτρισμό ενός κατατεθειμένου βιώματος; Συναντά μια αυθεντική, καλλιεργημένη ματιά;

Ο στοχαστής Βιλλέμ Φλούσσερ είχε προβλέψει πριν από τριάντα χρόνια τη συνθήκη αυτή πληθωρισμού και διαρκούς επιφανειακής εναλλαξιμότητας, προτείνοντας πως αυτό που θα έμοιαζε πραγματικά ενδιαφέρον θα ήταν το ακριβώς αντίθετο: να έμεναν για ένα διάστημα όλες οι εικόνες ίδιες, στις εκθέσεις, στα εξώφυλλα των περιοδικών, στα διαφημιστικά ταμπλό. Μια ξαφνική, απρόσκλητη στάση εικόνων. Πίστευε πως ίσως αυτό λειτουργούσε ως σπινθήρας ενός ριζικού επαναπροσδιορισμού, μιας ουσιαστικής επαναδιαπραγμάτευσης της κοινωνικής πραγματικότητας, στη θέση μιας διαρκούς αταβιστικής ανανέωσης εικόνων, που είναι μεν ορατή αλλά συγχρόνως καθίσταται αόρατη. Καθώς οι εικόνες αλλάζουν ασταμάτητα η ζωή ακολουθεί ασθμαίνοντας. Και μιμούμενη.

Η ανεμπόδιστη ροή της πληροφορίας, και συνεπώς της εικόνας ως τέτοιας, καλλιτεχνικής ή άλλης, έχει ορμητικά επιβληθεί ως ζωτικότερη από την κριτική ή την ερμηνευτική της πρόσληψη. Όλα σχεδόν χωρούν και στρογγυλεύονται σε ένα πολύχρωμο, διαστελλόμενο εικονικό σύμπαν. Και ο πληθωρισμός εκθέσεων προβάλλει συχνά ως άλλη μορφή κατανάλωσης, τηλεοπτικής ταχύτητας επίσης. Μπορεί έτσι ένα έργο να αλλάξει κάτι μέσα μας και γύρω μας; Να προκαλέσει εμβάθυνση, αλλαγή; Αν αυτό συμβαίνει πια σπάνια, ίσως γίνονται επίκαιροι οι στίχοι της Κικής Δημουλά που έβλεπε τις φωτογραφίες να γίνονται δυνητικά “ανώτατοι υπάλληλοι σε ανθηρή εταιρία τοίχων” («Φως αποστήθιση», στο Κική Δημουλά, Χαίρε ποτέ, Στιγμή, Αθήνα 1991, σ. 61.)


Πραγματικά, δεν αρκεί το κέφι, η όρεξη και το χρήμα για να οργανωθεί και να παρουσιαστεί μια άρτια φωτογραφική έκθεση. Δεν αρκούν οι ποιοτικές εικόνες. Είναι απαραίτητο να γίνει εξίσου σοβαρή δουλειά και στην επικοινωνία του event, έτσι ώστε αυτό να προσελκύσει το κοινό  αλλά και να το βοηθήσει να κατανοήσει τα μηνύματα που εκπέμπουν οι λήψεις (αν εκπέμπουν…) ώστε να τις αγαπήσει με τη σειρά του και να εμπνευστεί από αυτές.

Κακά τα ψέμματα, το ελληνικό κοινό ελάχιστη εκπαίδευση έχει στον τομέα της ανάλυσης και κατανόησης των φωτογραφικών εικόνων. Παράλληλα, μετρημένοι στα δάχτυλα είναι και όσοι έχουν τη δυνατότητα, στη χώρα μας, να εξηγήσουν με απλότητα και σαφήνεια τα βαθύτερα νοήματα που μπορεί να υποκρύπτει μια λήψη. Αυτός είναι και ο βασικότερος ίσως λόγος (παρότι υπάρχουν κι άλλοι) που είναι τελείως ανύπαρκτη και η κριτική αποτίμηση των εικόνων που φιλοξενούνται στις διάφορες εκδηλώσεις, μέσα από μεστά και τεκμηριωμένα κείμενα.

Οι φορείς διοργάνωσης τέτοιων εκδηλώσεων (ανεξαρτήτως αν τις βαφτίζουν “εκθέσεις” ή “φεστιβάλ”  φωτογραφίας ή όπως αλλιώς) αφιερώνουν πάρα πολύ χρόνο στον τομέα οργάνωσης – υλοποίησης, ελάχιστο στον τομέα επικοινωνίας και μηδενικό στο τομέα της αποτίμησης της προσπάθειας. Δεν επιχειρούν δηλαδή να αναλύσουν πόσοι επισκέπτες συγκεντρώθηκαν συνολικά, σε ποιες ηλικίες ανήκουν, τι εκπαιδευτικό – οικονομικό προφίλ έχουν κ.λπ.

Το θέμα είναι σοβαρό και ειδικά οι χρηματοδότες (είτε είναι κρατικοί είτε ιδιωτικοί φορείς) θα πρέπει να θέτουν προδιαγραφές και να απαιτούν την τήρησή τους.

 






Aρθρογράφος

Μενέλαος Μελετζής

Διδάκτορας Επιστημών του Πανεπιστημίου του Νovisad (Σερβία) και επιστημονικός συνεργάτης του University of Applied Arts Belgrade, στον τομέα New Media. Είναι τ. Τακτικός Επίκουρος καθηγητής Φωτογραφίας στο τμήμα Γραφιστικής του Α-ΤΕΙ Αθήνας. Ασχολείται με τη συγγραφή βιβλίων και άρθρων για τη φωτογραφία επί 40 και πλέον χρόνια. Έχει συμμετάσχει με εικόνες του σε πολλές εκθέσεις φωτογραφίας στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έχει παραστεί ως κριτής σε διεθνείς και ελληνικούς φωτογραφικούς διαγωνισμούς. Μέλος της Ένωσης Δημοσιογράφων- Ιδιοκτητών Περιοδικού Τύπου (ΕΔΙΠΤ) και της Ομοσπονδίας Ενώσεων Εκδοτών Περιοδικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FAEP).