Photonet

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΙΤΤΑΣ: «Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ»

Ένας εξαιρετικός καλλιτέχνης, ένας ζεστός και ουσιαστικός άνθρωπος.

Ο φωτογράφος μίλησε στην Ιουλία Λαδογιάννη. Την επιμέλεια των ερωτήσεων είχε ο Τάσος Παπαδόπουλος.

Η πρώτη δημοσίευση της συνέντευξης έγινε στο Photonet 207. Διαβάστε αναλυτικά το κείμενό της!


Τον Κωνσταντίνο Πίττα τον γνώρισα όταν επισκέφτηκα την έκθεσή του στο Μουσείο Μπενάκη με τίτλο  «Εικόνες μιας άλλης Ευρώπης». Δεν τον γνώριζα πριν, δεν ήξερα τη δουλειά του, δεν περίμενα τίποτα. Και τα είδα όλα!

Είδα φωτογραφίες που μου μίλησαν κατευθείαν στη καρδιά, με συγκίνησαν, με ταρακούνησαν. Η Ευρώπη μέσα από τα μάτια του Πίττα τη δεκαετία του ‘80 φαντάζει μακρινή αλλά εξαιρετικά επίκαιρη. Οι ασπρόμαυρες εικόνες του ήταν λες και είχαν ξεπηδήσει από τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο της δεκαετίας του ΄50 και παρέλασαν μπρος μου ο Ρενουάρ, ο Αντονιόνι, ο Μπέργκμαν και ο Μπρεσσόν. Ο εξαιρετικός και καθόλα επιτηδευμένος τρόπος που φωτογραφίζει τοποθετώντας τη φωτογραφική μηχανή στο ύψος της μέσης του, αφοπλίζει το τυχαίο, το αναπάντεχο και ταυτόχρονα το ουσιαστικό: τη σύμπραξη των ανθρώπων με άλλους ανθρώπους σε μια ταραγμένη και διχασμένη Ευρώπη. Τον ξανασυνάντησα λίγο αργότερα, στο Γαλλικό Ινστιτούτο, με αφορμή την έκθεση φωτογραφίας του με θέμα αυτή τη φορά «Αθηναίοι και Παριζιάνοι». Τον γνώρισα καλύτερα, απολάμβανα τις κουβέντες μας. Μιλήσαμε για τον Ταρκόφσκι, τον Αγγελόπουλο, τον Ζάντερ και τον Κερτέζ  συγκλίνοντας όλες τις αισθητικές αποκλίσεις μας σε μία και μόνο διαπίστωση: ότι η τέχνη όταν είναι βιωματική βρίσκει τρόπο και ριζώνει στις ψυχές των ανθρώπων γεφυρώνοντας αντιλήψεις και πολιτικές πεποιθήσεις. Ο Κωνσταντίνος Πίττας εκτός από εξαιρετικός καλλιτέχνης είναι ένας ζεστός και ουσιαστικός άνθρωπος. Αν έπρεπε να τον χαρακτηρίσω μ’ ένα μονάχα επίθετο θα διάλεγα ότι είναι ευγενικός όπως ακριβώς και οι φωτογραφίες του.

Φωτό: Κωνσταντίνος Πίττας

Μοιάζει η Ευρώπη σήμερα μ’ αυτήν που φωτογράφησες λίγο πριν πέσει το τείχος; Σε τι είναι καλύτερη και σε τι χειρότερη;

Η Ευρώπη είναι εντελώς διαφορετική σήμερα. Η πτώση του Τείχους απελευθέρωσε τη μεγάλη ενέργεια που ήταν καθηλωμένη σαράντα χρόνια. Άρχισε τότε η εσωτερική μετακίνηση πληθυσμών, από την Ανατολή προς τη Δύση κυρίως και προστέθηκαν μετά η μετανάστευση και η τρομοκρατία. Όλα αυτά ήταν τεράστιες αλλαγές για την Ευρώπη. Η ενοποίηση επίσης της ηπείρου μας τις τελευταίες δεκαετίες την άλλαξε ριζικά.

Έχεις δηλώσει ότι όταν έκανες αυτές τις λήψεις δεν γνώριζες πολλά τεχνικά αλλά ούτε ήξερες από θεωρία φωτογραφίας. Ποιες ήταν οι αναφορές και οι επιρροές σου από τις άλλες εικαστικές τέχνες (κινηματογράφο, ζωγραφική, κ.λπ.);

Δεν ήξερα τίποτα από φωτογραφία, ούτε βιβλία άλλων φωτογράφων είχα δει όταν ξεκινούσα, γιατί απλούστατα δεν θεωρούσα τη φωτογραφία κάτι σημαντικό, δεν την πρόσεχα. Είχα όμως μελετήσει άλλες τέχνες που έχουν να κάνουν με την εικόνα, τον κινηματογράφο κυρίως αλλά και τη ζωγραφική. Από το σινεμά έμαθα τα περισσότερα, από τους καλούς σκηνοθέτες. Οι αγαπημένοι μου τότε ήταν ο Μπέργκμαν, ο Βέντερς, ο Ταρκόφσκι και όλοι οι Ιάπωνες. Από τους κλασικούς Φλαμανδούς ζωγράφους πρόσεξα πώς δουλεύει το φως, απ’ τον Βαν Γκογκ και τους εξπρεσιονιστές ότι αυτά που βλέπεις είναι στην ουσία εσωτερικά τοπία. Μόλις το 1987 κι αφού δούλευα ήδη τρία χρόνια, είδα στη Γερμανία βιβλία φωτογράφων. Ξεχώρισα τον Καρτιέ-Μπρεσόν και τον Ήβανς – θεωρώ ακόμη τον πρώτο ως τον μεγαλύτερο όλων.

Έχεις πει ότι τότε δεν είχες τη φωτογραφία «σε μεγάλη υπόληψη, ειδικά σε σχέση με το σινεμά». Έχεις ακόμη την ίδια άποψη;

Όχι βέβαια. Η φωτογραφία μοιράζεται με τις άλλες τέχνες την ίδια “ανθρωπολογική” διάσταση: μιλάει για τη μοίρα του ανθρώπου. Αυτό και μόνο φτάνει για να καταλάβει κανείς την αξία της.

Μίλησέ μας λίγο για την «Αθήνα, πόλη των γυναικών». Κάποιοι από τους φωτογραφιζόμενους σε βρήκαν χρόνια μετά. Κάποιο από αυτούς ήταν συγγενείς σου, κάποιοι γνωστοί και κάποιο επώνυμοι.

Από την πόλη μου, από την Αθήνα ξεκίνησα. Η πρώτη μου προσέγγιση ήταν από δική μου εσωτερική ανάγκη αλλά ήταν κάπως κοινωνιολογική, σύμφωνη με τα διαβάσματα μου τότε, παρατηρούσα, π.χ. την ελληνική οικογένεια σε διάφορα κοινωνικά περιβάλλοντα. Κατάλαβα γρήγορα όμως ότι πρέπει να το ξεπεράσεις αυτό το επίπεδο για να δεις σε βάθος. Με την κοινωνιολογία δεν κάνεις φωτογραφία, κάνεις τεκμηρίωση, καταγραφή. Κάτι που δεν με ενδιέφερε. Αυτή η αρχική προσέγγιση φαίνεται στο βιβλίο, όπως και ο δρόμος που διανύθηκε μέχρι να φτάσω εκεί που ήθελα. Έτσι το βιβλίο της Ευρώπης δεν είναι απολύτως κατανοητό χωρίς το βιβλίο της Αθήνας, είναι άρρηκτα δεμένα τα δύο βιβλία. Γι’ αυτό και τα έβγαλα στο ίδιο σχήμα, σαν δίδυμα: το άσπρο και το μαύρο βιβλίο. Όσο για τα πρόσωπα που λες, όλες οι φωτογραφίες του βιβλίου εκτός από δύο, απεικονίζουν άγνωστους που συναντούσα στον δρόμο. Υπάρχουν και δύο συγγενικά μου πρόσωπα, καθώς και η ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου, την οποία γνώρισα αφού τη φωτογράφισα. Κάποιοι άγνωστοι αναγνώρισαν τον εαυτό τους μέσα από το Facebook – ήταν πολύ συγκινητικό αυτό μετά από τόσα χρόνια.

Φωτό: Κωνσταντίνος Πίττας

Η «Αθήνα, πόλη των γυναικών» είναι μια δουλειά που προηγήθηκε των «εικόνων μιας άλλης Ευρώπης». Εκεί τελειοποίησες την τεχνική σου να φωτογραφίζεις χωρίς να γίνεσαι αντιληπτός. Γιατί το κάνεις αυτό; Πιστεύεις ότι αυτός που ξέρει ότι φωτογραφίζεται «αλλάζει» όψη, παίζει κάποιο ρόλο; Είσαι υπέρ της «ανεπαίσθητης φωτογραφίας»; Κάτι τέτοιο έχει κάνει και ο Di Corcia με τη σειρά Heads.

Πιστεύω ότι ο φωτογράφος δεν πρέπει να επεμβαίνει, να εισβάλει στις ζωές των άλλων και να επιβάλει την παρουσία του. Πρέπει να είναι σαν τον γλάρο του εξωφύλλου του πρώτου βιβλίου: να βλέπει ουσιαστικά, σε βάθος τους ανθρώπους αλλά από μια απόσταση. Αυτό φαίνεται αντιφατικό, το να είσαι αόρατος δηλαδή και ταυτόχρονα να θέλεις να δεις από μέσα τον άλλο. Δεν γίνεται όμως αλλιώς, η φωτογραφία χωρίς συμμετοχή στο πάθος του άλλου, είναι εντελώς αδιάφορη κατά τη γνώμη μου.

Τα social media έδωσαν μεγάλη ώθηση στη φωτογραφία. Αλλά και στη δική σου περίπτωση ήταν αυτά που καθόρισαν την δυναμική σου επιστροφή. Πώς ακριβώς συνέβη; Πώς ανακάλυψες ξανά το υλικό σου που είχες ξεχάσει;

Η δουλειά μου ήταν θαμμένη και ξεχασμένη σε μια αποθήκη για 25 χρόνια όπως ξέρεις. Την άνοιξη του 2014 βρήκα σ’ ένα συρτάρι την παλιά μικρή Minox με την οποία έκανα τα πάντα και θυμήθηκα ότι κάτι είχα τραβήξει με αυτήν κάποτε. Βρήκα τα αρνητικά σε μια αποθήκη, σκανάρισα κάνα – δυο από περιέργεια και τα έβαλα στο Facebook. Οι φίλοι μου άρχισαν να με ρωτούν τι είναι αυτά κι αν είχα κι άλλα. Άρχισα να ανεβάζω μια φωτογραφία την ημέρα.  Με τον καιρό κι αφού είχα αναρτήσει πάνω από 300 φωτογραφίες κατάλαβα ότι δεν μπορώ να τις κρύβω πλέον, ότι δεν ήταν μόνο δικές μου πια. Έτσι αποφάσισα να βγάλω το βιβλίο, που έφερε τον επόμενο χρόνο την έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη. Το πολύ συγκινητικό στη θερμή υποδοχή και των δύο είναι το να βλέπεις ότι η νεανική σου τρέλα έχει σήμερα νόημα για κάποιους ανθρώπους – αυτό ήταν ανεκτίμητο για μένα.

Η φωτογραφία είναι μια τέχνη εικαστική. Πρέπει να είναι πολιτική; Να καταγγέλλει, να κρίνει, να σχολιάζει; Ή μήπως είναι μόνο φόρμα, σύνθεση και όμορφα κάδρα;

Δεν πρέπει να είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Η πολιτική τέχνη γίνεται εύκολα στρατευμένη τέχνη, δηλαδή προπαγάνδα, ένα σκουπίδι. Να σου πω το δικό μου παράδειγμα: όταν έκανα την Αθήνα, ήμουν αριστερός όπως οι περισσότεροι νέοι τότε. Αυτό με έκανε να βλέπω με συμπάθεια έναν απλό, λαϊκό κόσμο. Αυτόν φωτογράφιζα κυρίως, χωρίς όμως να θέλω να πω σώνει και καλά κάτι. Αν προσπαθούσα να περάσω τις αριστερές ιδέες μου θα είχα κάνει ανοησίες, πράγματα που βγάζουν μάτι. Και αντίθετα, όταν πήγα στο Ανατολικό Μπλοκ και είδα με τα μάτια μου τον ολοκληρωτισμό του κομμουνιστικού συστήματος, δεν προσπάθησα να το πω αυτό μέσω της δουλειάς μου, ούτε ουρές φωτογράφισα, ούτε την δυστυχία που είδα. Κι από την άλλη δεν πιστεύω στον φορμαλισμό χωρίς περιεχόμενο, την “τέχνη για την τέχνη.” Η ανθρώπινη υπόσταση, μόνο το ανθρώπινο βάθος δίνει νόημα στην τέχνη.

Στις «εικόνες μιας άλλης Ευρώπης» προσπαθείς να δημιουργήσεις μια «τυπολογία» για τον Ευρωπαίο πολίτη, κάτι αντίστοιχο μ΄αυτό που έκανε ο August Sander στο Μεσοπόλεμο;

Προσπάθησα εν μέρει να το κάνω αυτό στην Αθήνα. Παρατηρούσα τις κοινωνικές ομάδες, τις επί μέρους φυλές και τους ανθρώπινους τύπους. Χωρίς τη γερμανική μεθοδικότητα του Sander βέβαια. Στην Ευρώπη μετά ήμουν ένας ταξιδιώτης, έβλεπα πιο γενικά και στην ουσία έβλεπα τον ίδιο άνθρωπο παντού, σε όλες τις χώρες. Αν έχει κάποια σημασία αυτή η δουλειά, είναι γι αυτόν ακριβώς τον λόγο.

Γιατί είναι μελαγχολικές αυτές οι φωτογραφίες; Κάποιο μαθητές μου, τόνισαν ότι μοιάζουν παλιότερες απ’ όσο είναι στην πραγματικότητα. Γιατί πιστεύεις ότι το βλέπουν αυτό; Είναι μια εποχή που πέρασε ανεπιστρεπτί;

Ίσως γιατί και εγώ ήμουν μελαγχολικός τότε, ίσως να προβαλλόμουν πάνω στους άλλους. Όλα είναι εσωτερικές εικόνες, όπως έλεγα πριν. Αλλά οι άλλοι με ενδιέφεραν, όχι ο εαυτός μου. Η δική μου ψυχική διάθεση με έκανε να τους προσέξω. Αλλά υπήρχε κι ένα μουντό κλίμα τότε, ο Ψυχρός Πόλεμος πάνω από την Ευρώπη. Ήμουν τυχερός που η δική μου κατάσταση ήταν σε αρμονία με το περιβάλλον. Τώρα γιατί οι φωτογραφίες φαίνονται παλαιότερες, δεν έχω κάποια ερμηνεία. Ακόμη κι αυτά που κάνω τώρα φαίνονται κάπως παλιά, χωρίς να το επιδιώκω.

Η δεκαετία του ’80 έχει συζητηθεί πολύ. Είτε για καλό, είτε για κακό. Κάποιοι την ταυτίζουν με το κιτς, τον εύκολο πλουτισμό, την καλοζωία άλλοι πάλι με το μεταμοντέρνο, τις καινοτομίες, την ριζοσπαστική επιστημονική φαντασία. Εσύ που φωτογράφησες ένα μεγάλο μέρος αυτής της δεκαετίας πως την κρίνεις; Είχε κάτι ιδιαίτερο ή απλά συγκινεί όσους την έζησαν για ευνόητους λόγους;

Η δεκαετία αυτή ήταν ένα πέρασμα, το μεταίχμιο μεταξύ δύο εποχών, και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Η Ελλάδα άλλαζε ριζικά τότε με την επικράτηση του λαϊκισμού που έφερε σταδιακά τη χώρα εδώ που είναι σήμερα. Φωτογράφισα χωρίς να το καταλάβω αυτό το πέρασμα, το παλιό και το “νέο” φαίνονται μαζί στις φωτογραφίες της Αθήνας. Στην Ευρώπη πάλι, ήταν τα τελευταία χρόνια του σοσιαλισμού και του χωρισμού της ηπείρου μας, μια στατικότητα που θα τιναζόταν στον αέρα σύντομα. Ήμουν και πάλι τυχερός που συνέπεσε να δουλεύω τότε.

Οι λόγοι που φωτογράφησες με ασπρόμαυρο φιλμ ήταν πρακτικοί ή μια συνειδητή επιλογή;

Το ασπρόμαυρο ήταν ανάγκη και πάθος για μένα. Ήταν πολύ πιο φτηνό και “χειροποίητο” από το έγχρωμο και ταυτόχρονα μόνο μέσω αυτού μπορούσα να δω. Το έγχρωμο δεν με ενδιέφερε ποτέ.

Τελικά μ’ όλη αυτή την κινητικότητα, τις εκθέσεις, την έκδοση των βιβλίων αισθάνεσαι καθόλου ….Vivian Maier;

Δεν μπορώ να συγκρίνω τον εαυτό μου με τη Vivian… Έχουμε όμως ένα κοινό στοιχείο: και οι δύο δεν θελήσαμε να κάνουμε οτιδήποτε με τις φωτογραφίες που βγάζαμε, να τις δείξουμε σε άλλους πχ. ή να έχουμε μια τυπική καριέρα φωτογράφου, με εκθέσεις, βιβλία κ.λπ. Η Maier πέθανε με τις φωτογραφίες της στα κουτιά, χωρίς να τις έχει δείξει σε κανέναν. Θα συνέβαινε και σε μένα το ίδιο αν δεν μεσολαβούσαν μια σύμπτωση και το Facebook… Έχουμε κι ένα δεύτερο κοινό στοιχείο, την ίδια αίσθηση της θέσης του φωτογράφου μέσα στον κόσμο, την ίδια μοναχικότητα. Εκεί όμως σταματούν και οι ομοιότητες. Ξέρεις, το μόνο καλό που έχει να βγάζεις τη δουλειά σου σε μεγαλύτερη ηλικία είναι το ότι έχεις ωριμάσει κάπως, έχεις περάσει πια την ηλικία του “ψώνιου”, δεν κινδυνεύεις! (γέλια)

Τι φωτογραφίζες τώρα; Θα τα δούμε αυτά;

Μετά από 25 χρόνια, όταν θα ‘χω πεθάνει! (γέλια)


  • Το τελευταίο βιβλίο του Κωνσταντίνου Πίττα, «Αθήνα, η πόλη των γυναικών» κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία.


Photonet Newsletter
Kάθε Τρίτη & Πέμπτη όλα τα φωτογραφικά νέα δωρεάν!

   



Aρθρογράφος

Photonet Staff

Νέα, ειδήσεις, άρθρα, αναλύσεις, σχόλια, ρεπορτάζ, έρευνες, portfolios και κουίζ, από τo σύνολο των μελών της συντακτικής μας ομάδας, καθώς και από το δίκτυο των ανταποκριτών και συνεργατών του περιοδικού σε όλη την Ελλάδα.

Θέλετε να σας ενημερώνουμε προσωπικά;