Η ομαδική έκθεση φωτογραφίας «Μια άλλη ζωή: Ανθρώπινες ροές / Άγνωστες Οδύσσειες» στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, επιχειρεί να φωτίσει γνωστές και άγνωστες, πτυχές του προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος, μέσα από 160 έργα 26 φωτογράφων που αποτύπωσαν με το ιδιαίτερο βλέμμα τους τη δραματική ανθρώπινη περιπέτεια που ξεκίνησε στην ταραγμένη γη άλλων χωρών για να μεταφερθεί στην ελληνική επικράτεια.
Διάβασα με προσοχή το κείμενο των επιμελητών της έκθεσης (Πηνελόπη Πετσίνη– Ηρακλής Παπαϊωάννου) και νομίζω πως αξίζει να σας το μεταφέρω, διότι πιστεύω πως έχει σημαντικό αναγνωστικό ενδιαφέρον.
Η δυνατότητα Μιας Άλλης Ζωής υπήρξε για την ανθρωπότητα από την αρχαιότητα ακόμη ελατήριο
γεωγραφικής μετακίνησης, άλλοτε ως εξελικτική αναγκαιότητα κι άλλοτε ως σκληρή δοκιμασία
μέσα από σοβαρούς κινδύνους και βάναυσους εξοστρακισμούς. Το εξελισσόμενο προσφυγικό
δράμα στο ευρασιατικό σταυροδρόμι γέννησε όρους εκλεπτυσμένους, όπως η «εξαναγκασμένη
μετακίνηση πληθυσμών», όσο και ωμούς όπως ο «υγρός τάφος της Μεσογείου».
Η λέξη προσφυγιά κρύβει ξερίζωμα, βαθιά οδύνη. Η μετανάστευση συνιστά συχνά λιγότερο
βίαιη διαδικασία. Η διαφορά τους, όμως, δεν εξαντλείται σε νομικές διατυπώσεις. Καθίσταται
επισφαλής όταν εγείρεται το αναφαίρετο δικαίωμα σε μια αξιοπρεπή, ασφαλή ζωή. Οι νέοι
πρόσφυγες είναι θύματα ενός αδυσώπητου πολέμου. Η ισχυρότερη γεννήτρια προσφύγων και
μεταναστών, όμως, ως υπόγειος διαρκής πόλεμος, είναι η φτώχια που, παρά την απρόσκοπτη ροή
κεφαλαίων, πληροφοριών, αγαθών, μεταδίδεται σχεδόν σαν ασθένεια, πυκνώνοντας και
τσαλακώνοντας τις Ανθρώπινες Ροές.
Η έκθεση αφηγείται ελλειπτικά ένα βαθύ τραύμα της σύγχρονης ιστορίας, λαμβάνοντας υπόψη
διακριτά είδη αναπαράστασης: την επαγγελματική φωτοδημοσιογραφία, που συνιστά τον κύριο
κορμό της, τη «δημοσιογραφία των πολιτών» που καταγράφει τις αλληλέγγυες δράσεις, την αυτο-
αναπαράσταση των ίδιων των προσφύγων όπως διαχέεται στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής
δικτύωσης. Οι φωτογράφοι βυθίζονται από απόσταση αναπνοής στη δίνη των γεγονότων,
εμπλέκονται ενίοτε στενά με το υποκείμενο της απεικόνισης, ξεδιπλώνουν τις συνέπειες της
πολιτικής στους τσακισμένους ανθρώπους, εικονίζουν την από γνώση όσων κοιμούνται
εκτεθειμένοι, σε ξένη γη. Παράλληλα, βιώνουν τις τραγικές απώλειες, εικονίζουν ζωές που την
εποχή της αστραπιαίας ταχύτητας εγκλωβίζονται αδιέξοδα απέναντι σε κάθε λογής φράχτες,
κουλουριάζονται στην άκρη του δρόμου ως αξεδιάλυτες εκκρεμότητες.
Πρόσφυγες και μετανάστες διαβιούν σε καθεστώς ασφυκτικής ορατότητας απέναντι στην κοινή
γνώμη, ορατότητα την οποία χρησιμοποιούν ως επικοινωνιακή ασπίδα, αλλά δεν μπορούν και να
αποφύγουν. Όμοια, προκαλούν τη φωτογραφική αυτο-αναπαράστασή τους εκπέμποντας δικτυακά
υπαρξιακά σήματα από την κοινότητα των ανέστιων. Στη μαζική, απρόσωπη αυτή διαδικασία η
Ανώνυμη Οδύσσεια καθενός αναπόφευκτα χάνεται. Όλα μοιάζουν σαφή, αλλά συγχρόνως
γενικεύονται αόριστα, καθώς οι αριθμοί υπερβαίνουν τις δυνατότητες, κυριεύουν και παραμορφώνουν την πραγματικότητα, επιστρέφοντας βουνά από κατεπείγοντα προβλήματα.
Η επιλογή της γυμνής παρουσίασης αυτών των έργων (όπως γυμνά είναι τα θέματά τους), χωρίς
απόσταση από τις αντίστοιχες «ερασιτεχνικές» ή «επαγγελματικές» εφαρμογές, επιτρέπει ίσως να δει κανείς με πιο κριτικό βλέμμα το θέμα, αλλά και την ίδια τη φωτογραφική αναπαράσταση. Η φωτογραφία, που εδώ κατοικείται από ασυνήθιστα ευρήματα όπως οι λαμπερές ισοθερμικές κουβέρτες ή οι στοίβες από αφημένα σωσίβια, δέχτηκε θεωρητική αμφισβήτηση για τη στενή σύνδεσή της με την πραγματικότητα, την προνομιακή θέση από την οποία αναπαριστά «τον πόνο των άλλων». Ενώπιον φαινομένων όπως η προσφυγική κρίση, όμως, η θεωρία παλινδρομεί, αναγνωρίζοντας σιωπηλά την ανάγκη ψηλάφησης της κοινωνικής συνθήκης, σκιρτώντας μπροστά στο τραχιά ποιητικό ανθρώπινο πεπρωμένο και τη δυνατότητα της φωτογραφικής εικόνας να διεκδικεί μια θέση στη δημόσια σφαίρα για λογαριασμό όσων αποκλείονται από αυτή. Η φωτογραφία, άλλωστε, όπως η πραγματικότητα τηνοποία περιγράφει, μοιάζει η ίδια κομψόςφράχτης, ένα ατελές παιχνίδι ορίων που καλείται να επιβεβαιώσει το ιστορικό αίτημα του Lewis Hine, πριν από έναν σχεδόν αιώνα, «να ριχτεί φως στη σκοτεινή πλευρά της κοινωνικής ύπαρξης».
Ίσως το φως που ρίχνει η φωτογραφία δεν είναι αρκετό. Ίσως καίριες πτυχές να μένουν συχνά τεχνηέντως εκτός κάδρου. Η λειψή όμως αυτή έστω δυνατότητά της να ερωτά, να φωτίζει, να σκαλίζει, να προσκαλεί τον αναστοχασμό, είναι μια από τις λίγες που μας έχουν απομείνει για να απεμποληθεί ανώδυνα.
- Φωτό: Aπό τις εικόνες της έκθεσης – Mια ασφυκτικά γεμάτη λέμβος με χαλασμένη μηχανή, πλέει στο Αιγαίο μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, κοντά στην Κω – 11/8/2015 © Γιάννης Μπεχράκης/ Reuters