Παρουσιάζεται, στο βιβλιοπωλείο του ΜΙΕΤ στην Θεσσαλονίκη, ένα σημαντικό δείγμα από τους γάμους που τελέστηκαν μεταξύ των επιζώντων Εβραίων το 1945-1946. Την έκθεση –που στηρίζεται σε ανέκδοτο αρχειακό υλικό– ετοίμασε το Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης ως αυτοτελές τμήμα της εκθεσιακής ενότητας «Την επαύριον του Ολοκαυτώματος».
Στο σχετικό με την έκθεση κείμενο του Ευάγγελου Χεκίμογλου διαβάζουμε μεταξύ άλλων:
Σε αυτές τις φωτογραφίες, σπάνια οι νύφες χαμογελούν. Ο επισκέπτης της έκθεσης καλείται να αναγνωρίσει στις εκφράσεις τους, όπως και στις εκφράσεις των γαμπρών, εκείνα τα συναισθήματα που μπορούσαν να έχουν όσοι είχαν χάσει τις οικογένειές τους με πρωτοφανώς φρικτό τρόπο, είχαν φτάσει οι ίδιοι πολλές φορές στο κατώφλι του θανάτου, είχαν επιστρέψει με ανείπωτες δυσκολίες για να βρουν τα σπίτια τους κατειλημμένα από άλλους· αλλά και τα συναισθήματα όσων ήλπιζαν στο μέλλον και ήταν αποφασισμένοι να ζήσουν. Αυτή η κλιμάκωση, από τη θέα του θανάτου στη θέα της αισιοδοξίας, καθίσταται εμφανής στα πρόσωπα της έκθεσης.
Στη διετία 1945-1946, ανάμεσα στους 1.950 εβραίους της Θεσσαλονίκης που επιβίωσαν της γενοκτονίας και επέστρεψαν στην πόλη τους, έγιναν περίπου 200 γάμοι. Η αναλογία αυτή είναι επταπλάσια από το αντίστοιχο πανελλαδικό μέγεθος. Οφείλεται στις ιδιαιτερότητες που χαρακτήριζαν τους επιβιώσαντες: ανύπαντρες κοπέλες και ανύπαντροι νέοι χωρίς οικογένεια, αλλά και αρκετοί χήροι άντρες.
Στην έκθεση παρουσιάζεται ένα σημαντικό δείγμα από τους παραπάνω γάμους. Ο επισκέπτης βλέπει φωτογραφίες των ζευγαριών –από τα πιστοποιητικά που υποβλήθηκαν για την τέλεση του γάμου– και πληροφορείται ποια επαγγέλματα ασκούσαν και πού κατοικούσαν. Σε κάθε γάμο δύο μάρτυρες πιστοποιούσαν ότι οι μελλόνυμφοι ήταν εβραίοι και ανύπαντροι ή χήροι/ες. Συχνά, στο οπισθόφυλλο της μαρτυρίας τους που δινόταν ενώπιον της Ιεράς Βίβλου και με «καλυμμένη κεφαλή», αναφέρονται οι εξαψήφιοι αριθμοί τους που χαράχθηκαν στο χέρι τους στο ‘Αουσβιτς. Οι μάρτυρες γενικά ήταν φτωχότεροι από τους γαμπρούς. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι οι μάρτυρες που αναφέρονται στους φακέλους πάνω από μία φορά δεν εμφανίζονται πάντοτε με το ίδιο επάγγελμα: Ο «άνεργος» επανεμφανίζεται ως «καραγωγέας» και ο «τεχνίτης» ως «καφετζής», ένδειξη της προσπάθειάς τους να βιοποριστούν στις νέες συνθήκες.
Η μικρότερη νύφη ήταν 17 ετών και η μεγαλύτερη 38. Αντίστοιχα, ο μικρότερος γαμπρός ήταν 21 και ο μεγαλύτερος 50. Σχεδόν πάντοτε ο γαμπρός ήταν μεγαλύτερος από τη νύφη. Η διαφορά ηλικίας κυμαινόταν από ένα ως δεκαοκτώ χρόνια, με μέσο όρο οκτώ χρόνια. Το ζευγάρι με τη μεγαλύτερη διαφορά ηλικίας το αποτέλεσαν ένας 44χρονος υπάλληλος (γιος καραγωγέα) από τη Θεσσαλονίκη και μια 26χρονη νοικοκυρά, κόρη υποδηματοποιού από τη Δράμα.
Αν και οι γαμπροί ανήκαν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα (σε σύγκριση με τον γενικό εβραϊκό πληθυσμό) ο γάμος ήταν κυρίως υπόθεση των ανδρών που εργάζονταν, αφού δύο στα πέντε άρρενα μέλη της Κοινότητας που ασκούσαν κάποιο επάγγελμα παντρεύτηκαν το 1945 ή το 1946. Πάντως, ένας στους τέσσερις γαμπρούς διέμενε σε κοινοτικό κτίριο, προφανώς ελλείψει άλλης στέγης ή εν αναμονή αναχωρήσεως από τη Θεσσαλονίκη.
Έξι στους δέκα γαμπρούς τέλεσαν πρώτο γάμο και τέσσερις δεύτερο. Η αναλογία του δεύτερου γάμου είναι τετραπλάσια από τον εθνικό μέσο όρο και οφείλεται στην απώλεια των συζύγων στο ‘Αουσβιτς (φυσικά και των παιδιών, που δεν φαίνονται σε αυτή τη στατιστική). Αυτοί που τέλεσαν πρώτο γάμο ήταν κατά μέσο όρο επτά χρόνια πιο νέοι από εκείνους που τέλεσαν δεύτερο. Ελάχιστες γυναίκες δήλωσαν επάγγελμα (η τυπική δήλωση ήταν «οικιακά»): π.χ. μία 30χρονη καπνεργάτρια, μία 26χρονη δασκάλα, μία 22χρονη καπελού και δύο μοδίστρες, 25 και 22 ετών. Ενώ σχεδόν όλοι οι γαμπροί κατάγονταν από τη Θεσσαλονίκη, μία στις τρεις νύφες προήλθε από άλλες ελληνικές πόλεις είτε από το εξωτερικό. Μερικές, μάλιστα, ήταν χριστιανές που ασπάστηκαν τον ιουδαϊσμό.
- Χώρος: Βιβλιοπωλείο του ΜΙΕΤ, Τσιμισκή 11, Θεσσαλονίκη – τηλ.: 2310 288 036
- Διάρκεια: έως Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017
- Ωράριο: Δευτέρα & Τετάρτη 10:00-15:30, Τρίτη, Πέμπτη & Παρασκευή 10:00-20:00, Σάββατο 10:00-16:00, Κυριακή κλειστά