Camera Περιοδικά

Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΚΑΡΕ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ

Χρειαζόμαστε πραγματικά τα 48 frames per second;

Ο κινηματογράφος αποτελούσε ανέκαθεν την τέχνη που ήταν η πιο στενά εξαρτημένη από την τεχνολογία. Είναι λογικό, λοιπόν, να βιώνει αλλαγές, κάθε φορά που προχωρά η ανθρώπινη σκέψη και γίνονται διαθέσιμες νέες καινοτομίες. Η επόμενη μεγάλη επανάσταση μπορεί να είναι στον ίδιο τον τρόπο που καταγράφονται οι εικόνες: στην ταχύτητα των καρέ (frame rate) δηλαδή.

Για χρόνια, τα 24 καρέ το δευτερόλεπτο ήταν αρκετά για να παρασύρουν τον θεατή στον κόσμο μιας ταινίας. Ωστόσο, ένας διαρκώς αυξανόμενος αριθμός επαγγελματιών του χώρου, υποστηρίζει ότι πρέπει να υιοθετηθούν μεγαλύτερες ταχύτητες όπως τα 48 ή τα 60 fps. Αυτό όμως θα είναι ένα θετικό βήμα μπροστά; Ή απλά μια εντυπωσιακή αλλά αχρείαστη νέα τεχνολογία;

Η ιστορία

Τα πρώτα χρόνια του κινηματογράφου, την εποχή των βουβών ταινιών δηλαδή, η ταχύτητα των καρέ ήταν ανάμεσα στα 14 και τα 20 fps (frames per second). Τα καρέ αυτά ήταν οριακά αρκετά για να ξεγελαστεί το ανθρώπινο μάτι και να πειστεί ότι βλέπει μια κινούμενη εικόνα και όχι μια σειρά από φωτογραφίες. Στην πραγματικότητα, όμως, οι κινήσεις των ηθοποιών και της κάμερας φαινόντουσαν αποσπασματικές και η βιομηχανία χρειάστηκε να εξελιχθεί. Σ’ αυτό βοήθησε φυσικά και η έλευση του ήχου στον κινηματογράφο, καθώς δεν γινόταν να συγχρονιστεί με την εικόνα, αν αυτή δεν έτρεχε τουλάχιστον με 24 καρέ το δευτερόλεπτο.

Έτσι, από το 1927 μέχρι το 1930, καθιερώθηκαν τα 24 fps (και στην Ευρώπη τα 25 fps) ως η στάνταρ ταχύτητα καταγραφής και προβολής της κινούμενης εικόνας. Ακόμα και αυτή όμως η αυξημένη ταχύτητα, δεν ήταν δυνατόν να παράξει μια απόλυτα ρεαλιστική εικόνα – ωστόσο ήταν αρκετή για να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση του κινηματογράφου, όπως τον ξέρουμε σήμερα, και να παραμείνει το αδιαφιλονίκητο πρότυπο για πάνω από 80 χρόνια. Ώσπου ήρθε ένας Νεοζηλανδός σκηνοθέτης να ταράξει τα νερά! Αυτός δεν ήταν άλλος από τον Peter Jackson, ο οποίος αποφάσισε να τραβήξει την τελευταία τριλογία ταινιών του, γύρω από τον κόσμο που δημιούργησε ο J. R. R. Tolkien, στα 48 fps. Έτσι, το 2012, η ταινία The Hobbit: An Unexpected Journey έγινε η πρώτη στην ιστορία του Χόλιγουντ που τραβήχτηκε και προβλήθηκε στα 48 fps. To ίδιο συνέβη και με τις δύο συνέχειες της τριλογίας, που προβλήθηκαν το 2013 και το 2014 αντίστοιχα.

O Jackson πολεμήθηκε αρκετά γι’ αυτήν την επιλογή του, αλλά βρήκε συμπαράσταση σ’ έναν άλλο μεγάλο σκηνοθέτη, τον James Cameron, ο οποίος ανακοίνωσε ότι κι αυτός σκέφτεται να γυρίσει τις επόμενες ταινίες του σε υψηλότερες ταχύτητες.

Οι λόγοι της επανάστασης

Το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχαν οι σκηνοθέτες αυτοί με τα 24 fps είναι το γνωστό ως motion blur. Ειδικά σε γρήγορες κινήσεις των ηθοποιών ή της κάμερας, η ταχύτητα αυτή απλά δεν καλύπτει όλη την διαθέσιμη πληροφορία, και το αποτέλεσμα είναι μια θολή, ασαφής και μερικές φορές διακοπτόμενη εικόνα. Φυσικά το συγκεκριμένο φαινόμενο είναι γνωστό σε όλους τους επαγγελματίες, και υπάρχουν ειδικοί πίνακες που δείχνουν πόσο γρήγορα μπορεί να κινηθεί η κάμερα, μ’ έναν συγκεκριμένο φακό, πριν εμφανιστεί έντονα το motion blur.

Παρόλα αυτά, οι σύγχρονες ταινίες δράσης και περιπέτειας δεν γίνεται να αποφύγουν την γρήγορη κίνηση και πολλές φορές οι θεατές πασχίζουν, χωρίς αποτέλεσμα, να καταλάβουν τι συμβαίνει σε σκηνές με καταιγιστικό ρυθμό. Εκτός από αυτό όμως, τα 24 καρέ κρίνονται λίγα και για το 3D. Μια επίσης σχετικά καινούργια τεχνολογία, η 3D κινηματογράφηση και προβολή έχει γνωρίσει μεγάλη άνθηση, τα τελευταία χρόνια, και είναι πολύ μεγάλο το ποσοστό των χολιγουντιανών ταινιών που την υιοθετούν. Με την σημερινή τεχνολογία, δύο εικόνες συνδυάζονται και προβάλλονται εναλλάξ σε κάθε μάτι για να παραχθεί μια 3D εικόνα, κάτι που στην ουσία υποδιπλασιάζει τα 24 καρέ. Γι’ αυτό το λόγο, πολλοί θεατές έχουν πρόβλημα στην παρακολούθηση 3D ταινιών, αφού συχνά δυσκολεύονται να εστιάσουν στην δράση.

Όλα αυτά βέβαια, πριν μερικά χρόνια δεν είχαν άμεση πρακτική λύση κι έτσι η συζήτηση για αύξηση των καρέ παρέμενε σε φιλοσοφικό επίπεδο. Με την εμφάνιση όμως των σύγχρονων, ισχυρότερων ψηφιακών καμερών που επέτρεψαν την κινηματογράφηση σε υψηλότερες ταχύτητες, χωρίς να μειώνεται η ανάλυση του βίντεο, οι κινηματογραφιστές έχουν για πρώτη φορά στα χέρια τους μια βιώσιμη, εναλλακτική λύση στα 24 fps. Έτσι, κυριότερο επιχείρημα των υποστηρικτών της υιοθέτησης υψηλότερων ταχυτήτων έγινε το εξής ερώτημα: «αφού υπάρχει πλέον η τεχνολογία, γιατί να μην έχουμε όσο τον δυνατόν “καθαρότερη” και ρεαλιστικότερη εικόνα στις ταινίες μας;»

Η διαφορά των 24 (πάνω) με τα 48 καρέ (κάτω) το δευτερόλεπτο

Η διαφορά των 24 (πάνω) με τα 48 καρέ (κάτω) το δευτερόλεπτο.

Οι παγίδες την νέας τεχνολογίας

Η μεγαλύτερη παγίδα των υψηλότερων ταχυτήτων στον κινηματογράφο είναι ο υπέρ-ρεαλισμός. Σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες, τα ανθρώπινο μάτι μπορεί να καταγράψει πάνω από εκατό εικόνες το δευτερόλεπτο. Με βάση αυτό, τα 48 ή ακόμα και τα 60 fps μοιάζουν λίγα. Στην πραγματικότητα όμως, ο ανθρώπινος εγκέφαλος μπορεί να επεξεργαστεί το πολύ μέχρι 40 στιγμές το δευτερόλεπτο. Με λίγα λόγια, το μάτι λαμβάνει πολλές εικόνες, αλλά μόνο μερικές από αυτές γίνονται αισθητές από τον εγκέφαλο: σίγουρα πιο λίγες από αυτές που προσφέρουν οι υψηλότερες ταχύτητες του κινηματογράφου. Η σημαντικότερη επίπτωση αυτού του, εκ γενετής, περιορισμού, είναι ότι ο εγκέφαλος μπορεί να ξεγελαστεί από τα πολλά καρέ και να θεωρήσει αυτό που βλέπει ως πραγματικότητα ή κάτι πολύ κοντά σ’ αυτήν. Αντιθέτως στα 24 καρέ δεν υπάρχει καμία περίπτωση ο εγκέφαλος να πειστεί ότι το βίντεο που παρακολουθεί είναι η πραγματική ζωή.

Η διαφοροποίηση αυτή αποκτά ιδιαίτερο βάρος όταν κάποιον λάβει υπόψιν του την ψυχολογική θεωρία που ονομάζεται The Uncanny Valley. Σύμφωνα μ’ αυτήν, ένας θεατής που βλέπει κάτι, εν γνώση του, τεχνητό το οποίο πλησιάζει την πραγματική ζωή, υποσυνείδητα θα απορρίψει αυτό που βλέπει ως κάτι ψεύτικο. Με λίγα λόγια θα χαθεί η υπέρβαση της δυσπιστίας. Ο θεατής θα είναι συνεχώς ενήμερος ότι αυτό που βλέπει είναι δημιούργημα κάποιου και δεν θα μπορέσει ποτέ να “μπει” στην ταινία. Είναι αλήθεια βέβαια, ότι ένα μικρό ποσοστό του ανθρωπίνου πληθυσμού δεν επηρεάζεται από αυτήν την θεωρία και μπορεί να πιστέψει αυτό που βλέπει – αλλά για το μεγαλύτερο μέρος του κοινού μιας ταινίας αυτό είναι ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο.

Ένα άλλο γεγονός που δεν βοηθάει την υιοθέτηση των υψηλότερων ταχυτήτων είναι ότι έχουν συνδυαστεί από το ευρύ κοινό με τα video games ή με προϊόντα που προβάλλονται στην τηλεόραση. Έτσι γίνεται ακόμα πιο έντονη η αίσθηση “πλαστικότητας” που εμφανίζεται στα βίντεο των 48 fps. Ένα τελευταίο εμπόδιο που συναντάει αυτή η νέα τεχνολογία είναι το αυξημένο κόστος που την συνοδεύει. Ελάχιστες κάμερες έχουν, προς το παρόν, την δυνατότητα καταγραφής υψηλών καρέ και διπλασιάζοντας την ταχύτητα, αυτόματα διπλασιάζεται και ο όγκος δεδομένων της εικόνας. Έτσι επιβαρύνεται όλη η διαδικασία του post production, και προστίθενται επιπλέον έξοδα στον προϋπολογισμό της ταινίας. Το πιο μεγάλο έξοδο, όμως, επιβαρύνει τις κινηματογραφικές αίθουσες, αφού θα πρέπει να εξοπλιστούν με νέες μηχανές προβολής κατάλληλες για αναπαραγωγή των υψηλότερων ταχυτήτων.

Οι διαφορές στην ταχύτητα των καρέ της 3D εικόνας.

Παράδειγμα των διαφορών στην ταχύτητα των καρέ της 3D εικόνας.

Συμπερασματικά

Τα 48 fps φαίνεται να έχουν πολύ δρόμο ακόμα για να καθιερωθούν ως η στάνταρ ταχύτητα του κινηματογράφου. Τα 24 fps είναι λίγα καρέ παραπάνω απ’ όσα χρειάζεται ο ανθρώπινος εγκέφαλος για να πειστεί ότι η εικόνα είναι κινούμενη και το motion blur είναι, ακόμα, άρρητα δεμένο με την κινηματογραφική εμπειρία. Βέβαια, μετά από 80 χρόνια είναι ίσως καιρός να εξελιχθεί ξανά ο κινηματογράφος και πολλοί προβλέπουν ότι οι επόμενες γενιές, που θα έχουν μεγαλώσει με video games και reality προγράμματα στην τηλεόραση, θα είναι πιο δεκτικές σ’ αυτήν την αλλαγή.

 






Aρθρογράφος

Αλέξανδρος Καπιδάκης

Σπούδασε στο Τμήμα Κινηματογράφου της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με ειδικότητα στην Διεύθυνση Φωτογραφίας. Ακολούθησε μετεκπαίδευση στην International Colorist Academy, με θέμα το κινηματογραφικό Color Correction. Εργάστηκε ως Διευθυντής Φωτογραφίας, Α’ Βοηθός Φωτογραφίας και Colorist σε ταινίες μεγάλου και μικρού μήκους, διαφημιστικά και βίντεο κλιπ. Υπεύθυνος για το περιοδικό Professional Camera and Μicrophone.