Η πασίγνωστη αυτή λήψη είχε τραβηχτεί μόλις μια μέρα πριν (1/2/68) και χάρισε επάξια στον 35χρονο τότε Eddie Adams το βραβείο Pulitzer. Ταυτόχρονα εξασφάλισε μια κορυφαία θέση ανάμεσα στις καλύτερες φωτογραφίες της ιστορίας της φωτοειδησεογραφίας.
Το 2016 συμπεριλήφθηκε ανάμεσα στις 100 πιο επιδραστικές λήψεις της Ιστορίας που επέλεξε το περιοδικό Time.
Σύμφωνα με το σχετικό ρεπορτάζ που δημοσίευσε η Deutsche Welle με αφορμή την επέτειο του μισού αιώνα από τη λήψη -το υπογράφουν οι Κρίστοφ Ζάτορ (dpa) & Στέφανος Γεωργακόπουλος- o άνθρωπος με το καρό πουκάμισο ήταν ο Nguyen Van Lem (Νκγουιέν Βαν Λεμ). Πολεμούσε στο πλευρό των κομμουνιστών Βιετκόνγκ στο διαιρεμένο Βιετνάμ εναντίον των στρατιωτών του Νοτίου Βιετνάμ και Aμερικανών συμμάχων τους. Λέγεται ότι συμμετείχε σε τάγματα εφόδου που δολοφονούσαν Nοτιοβιετναμέζους αστυνομικούς και τις οικογένειές τους. Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες συνελήφθη τη μοιραία μέρα κοντά σε μαζικό τάφο με 34 ανθρώπους.
Ας σημειωθεί ότι οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές είχαν συμφωνήσει σε μια ανακωχή που θα ξεκινούσε την 1η Φεβρουαρίου. Μια μέρα νωρίτερα όμως ο Χο Τσι Μιν ξεκίνησε την περιβόητη επίθεση του «Τετ», ανήμερα της βιετναμέζικης Πρωτοχρονιάς στις 31/1/1968, η οποία αποτέλεσε σημείο καμπής για την έκβαση του πολέμου στο Βιετνάμ.
Ο άνθρωπος που τράβηξε τη σκανδάλη ήταν ο 37χρονος αρχηγός της αστυνομίας της Σαϊγκόν, στρατηγός Nguyen Ngoc Loan (Νκγουιέν Νγκοκ Λόαν). Αργότερα ισχυρίστηκε ότι ο 35χρονος Lem είχε σκοτώσει την οικογένεια ενός από τους αξιωματικούς του. Ποτέ όμως δεν ήταν δυνατή μια εξακρίβωση των λεγομένων του. Γεγονός πάντως είναι ότι τράβηξε τη σκανδάλη χωρίς δισταγμό. Κάποιοι υποστηρίζουν ωστόσο ότι το έπραξε μόνο και μόνο επειδή γνώριζε ότι ήταν εκεί τηλεοπτικά συνεργεία και φωτογράφοι.
Σε κάθε περίπτωση, την επόμενη ακριβώς ημέρα, η φωτογραφία του Adams πρωταγωνιστούσε στο εξώφυλλο των New York Times, γεγονός που αύξησε ραγδαία την διάδοσή της παγκοσμίως!
Λίγους μήνες μετά τα γεγονός που κατέγραψε με την κάμερά του ο Adams, ο Loan τραυματίστηκε από τις σφαίρες ενός πυροβόλου και υπέστη ακρωτηριασμό στο ένα του πόδι.
Σύμφωνα πάντα με το ίδιο ρεπορτάζ της DW, μετά την ήττα των Αμερικανών και την άτακτη υποχώρησή τους από το Βιετνάμ το 1975, ο Loan εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στις ΗΠΑ. Παρά το αίτημα για δίκη σε βάρος του για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, οι προσπάθειες προς την κατεύθυνση αυτή απέβησαν άκαρπες. Ο πρώην στρατηγός άνοιξε πιτσαρία στη Βιρτζίνια, η οποία όμως έκλεισε όταν έγινε γνωστό στην περιοχή το παρελθόν του. Το 1998 ο εκτελεστής του Βιετκόνγκ έχασε τη μάχη με τον καρκίνο στα 67 του χρόνια.
Tι γνώμη είχε όμως ο ίδιος ο δημιουργός για τη λήψη του; Την εξέφρασε μέσω μιας επιστολής του στο περιοδικό Time, την Κυριακή 24 Ιουνίου 2001 και αναφέρει τα εξής:
Κέρδισα το βραβείο Pulitzer το 1969 για μια φωτογραφία ενός ανθρώπου που πυροβολεί κάποιον άλλο. Δύο άτομα πέθαναν στη φωτογραφία αυτή: ο αποδέκτης της σφαίρας και ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ NGUYEN NGOC LOAN. Ο στρατηγός σκότωσε το Viet Cong – εγώ σκότωσα το στρατηγό με τη φωτογραφική μηχανή μου. Οι φωτογραφίες είναι το πιο ισχυρό όπλο στον κόσμο. Οι άνθρωποι τις πιστεύουν, αλλά οι φωτογραφίες μπορούν να πουν ψέματα, ακόμη και χωρίς να έχουν. Λένε μόνο μισές αλήθειες. Αυτό που δεν έλεγε η φωτογραφία ήταν: “Τι θα κάνατε αν ήσασταν ο στρατηγός σε εκείνο το δεδομένο χρόνο και τόπο, εκείνη τη συγκεκριμένη ζεστή μέρα και είχατε συλλάβει το θεωρούμενο κακό αφού εκείνος είχε εξοντώσει έναν, δύο ή τρεις Αμερικανούς στρατιώτες;” Ο Στρατηγός Loan ήταν ένα πρόσωπο που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πραγματικός πολεμιστής, ο οποίος θαυμαζόταν από τα στρατεύματά του. Δεν ισχυρίζομαι πώς ότι έκανε ήταν σωστό, αλλά πρέπει να βάλετε τον ευατό σας στη θέση του. Η φωτογραφία επίσης δεν λέει ότι ο στρατηγός έκανε μια μεγάλη προσπάθεια για να δημιουργηθούν νοσοκομεία στο Βιετνάμ για τα θύματα του πολέμου. Αυτή η εικόνα ανέτρεψε πραγματικά τη ζωή του. Ποτέ δεν με κατηγόρησε. Μου είπε πως αν δεν είχα τραβήξει ο ίδιος την εικόνα, κάποιος άλλος θα το είχε κάνει, αλλά αισθάνομαι άσχημα, τόσο γι’ αυτόν όσο και για την οικογένειά του, εδώ και πολύ καιρό. Είχα διατηρήσει επαφή μαζί του. Η τελευταία φορά που μιλήσαμε ήταν περίπου έξι μήνες πριν, όταν ήταν πολύ άρρωστος. Έστειλα λουλούδια όταν έμαθα ότι πέθανε και έγραψα: “Λυπάμαι. Τα μάτια μου είναι γεμάτα δάκρυα.”
Ακριβώς στο ίδιο πνεύμα είναι και τα λόγια του σχετικά με τη λήψη, τα οποία μπορείτε να ακούσετε στο παρακάτω video:
Είναι προφανές, από όλα τα παραπάνω, πως έχουμε άλλη μια κλασική περίπτωση όπου πρέπει να απεξαρτήσουμε το δημιουργό από το δημιούργημα και τανάπαλιν.
Όταν διαδραματίζονται τέτοια γεγονότα, ο φωτογράφος κοιτάει να αποτυπώσει τη στιγμή που δείχνει πιο κοντά στον θάνατο, κάτι το οποίο είναι ολοφάνερο στη συγκεκριμένη εικόνα, καθώς βλέπουμε τον φόβο τού ανθρώπου που εκτελείται να σχηματίζεται στο πρόσωπό του, κλάσματα δευτερολέπτου πριν χάσει τη ζωή του. Αυτό είναι που κάνει, κατά κύριο λόγο, δυνατή τη συγκεκριμένη φωτογραφία, σε συνδυασμό με τον επιτυχημένο τρόπο με τον οποίο επικοινωνεί την βιαιότητα του πολέμου και την ατέρμονη αναπαραγωγή του.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ, πολλές εικόνες χωρίς λογοκρισία κοσμούσαν τις εφημερίδες και τις τηλεοράσεις των σπιτιών κι αυτό ήταν που έδωσε στους φωτογράφους ακόμη μεγαλύτερη ελευθερία προκειμένου να καταγράψουν αυτούσια τα γεγονότα που διαδραματίζονταν γύρω τους. Φωτογραφίες σαν κι αυτή έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο σε καμπάνιες κατά τού πολέμου και στη συσπείρωση του Αμερικανικού λάου, τον οποίο έκαναν να αναρωτηθούν για την εμπλοκή τους σε αυτόν τον πόλεμο.
– To άρθρο ενημερώθηκε, από παλιότερη εκδοχή του, την οποία είχε επιμεληθεί ο Δημήτρης Βακρινός, στις 2/2/18.