Photonet Συνεντεύξεις

GIACOMO BRUNELLI

“Είμαι ένας τεχνίτης της φωτογραφίας!”

Ο Giacomo Brunelli είναι ένας Ιταλός φωτογράφος που μένει στο Λονδίνο. Τα πρώτα μεγάλα έργα του Animals και Eternal London, έχουν λάβει μεγάλη αναγνώριση και έχουν εκδοθεί ως βιβλία από τον εκδοτικό οίκο Dewi Lewis. Ο Brunelli έχει εκθέσει ευρέως την δουλειά του και έχει πάρει αρκετά βραβεία (Sony World Photography Award, Gran Prix Lodz, Magenta Foundations Flash Forward 2009).

Δουλειά του συμπεριλαμβάνεται σε ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές (Museum of Fine Arts Houston, The New Art Gallery Walsall, UK Kiyosato Museum of Photographic Arts και Portland Art Museum). Ας τον γνωρίσουμε αναλυτικά!

  • Η συνέντευξη που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο Photonet 223.

Ας ξεκινήσουμε με μια σύντομη αναδρομή στη μέχρι τώρα πορεία σου: καταρχάς τι σε έκανε ν αρχίσεις να ασχολείσαι με τη φωτογραφία;
Δεν έχω κάνει κάποιες “επίσημες” σπουδές αλλά ανέκαθεν χρησιμοποιούσα το σκοτεινό θάλαμο. Μου αρέσει η ιδέα του να είμαι “τεχνίτης” – είναι απόλυτα συναφής με τις αρχές μου. Η προσέγγισή μου στο μέσο είναι πολύ απλή: χρησιμοποιώ ασπρόμαυρο φιλμ Κodak TRI-X. Έχω μάθει, από την εμπειρία που απέκτησα με τα χρόνια, ότι η επιλογή του κατάλληλου φιλμ είναι σημαντική, καθώς μου επιτρέπει να δώσω την πυκνότητα (density) που θέλω στις εικόνες μου. Όταν βρίσκομαι στο σκοτεινό θάλαμο και τυπώνω, οφείλω να κάνω ορισμένους συμβιβασμούς: αφενός προσπαθώ να έχω το θέμα εστιασμένο σωστά κατά τη λήψη του, αφετέρου επιχειρώ να δημιουργήσω υψηλή αντίθεση στο τελικό αποτέλεσμα, για να πετύχω τις σιλουέτες όπως τις θέλω όταν τυπώνω. Τυπώνω σε χαρτί με ίνες (fiber). O συνδυασμός των παραπάνω τεχνικών επιφέρει το αποτέλεσμα που μου αρέσει στις εκτυπώσεις των εικόνων μου.
Ποιες ήταν οι φωτογραφικές σου επιρροές;
Έχω επηρεαστεί από τους Lartigue, Walker Evans, Cartier-Bresson, William Klein, Robert Frank, Lisette Model, Berenice Abbot, Muybridge και Giacomelli.
Τι είδος εξοπλισμού χρησιμοποιείς;
Έχω μια μηχανή Miranda 35mm, της δεκαετίας του εξήντα. Μου αρέσει το γεγονός πως έχει πεπερασμένα όρια: για παράδειγμα, πρέπει να αλλάξεις φιλμ μετά από 36 λήψεις. Σε αναγκάζει να κινείσαι με αργούς ρυθμούς και να κάνεις διαλείμματα στη φωτογράφιση για να σκεφτείς. Το ίδιο συμβαίνει και στο σκοτεινό θάλαμο, όπου πρέπει πάντα να αναμένεις το απρόσμενο! Νομίζω ότι παράγω ένα συγκεκριμένο είδος/ύφος δουλειάς λόγω της εμπειρίας μου στις εκτυπώσεις. Όπως ξεκαθάρισα ήδη, είμαι ένας τεχνίτης: ξέρω πολλά μυστικά σχετικά με τα φιλμ και το σκοτεινό θάλαμο.
Το στιλ του film-noir αποτελεί χαρακτηριστικό στη δουλειά σου. Ποια έμπνευση σε οδήγησε στη συγκεκριμένη επιλογή;
Έχω αρχίσει να βλέπω ταινίες του είδους αυτού τα τελευταία χρόνια, οπότε προφανώς είναι κάτι μέσα μου που με τραβάει να “βγάλω” αυτό το είδος μέσα από τη δουλειά μου. Χρησιμοποιώ τη φωτογραφία ως μέσο για να εκπληρώσω την επιθυμία μου να δημιουργώ. Ομολογώ ότι βρίσκω την ατμόσφαιρα των film-noir εντυπωσιακή με τα στοιχεία που διαθέτει – αποξένωση, ασάφεια, αμνησία.
Από το Λονδίνο στην Νέα Υόρκη. Πώς αποφάσισες να ξεκινήσεις αυτό το project στην άλλη άκρη του Ατλαντικού;
Η Νέα Υόρκη έχει φωτογραφηθεί από τους μεγάλους φωτογράφους που θαυμάζω και με τους οποίους μεγάλωσα βλέποντας τη δουλειά τους. Οπότε το είδα ως μια μεγάλη πρόκληση.
Όταν φωτογραφίζεις ανθρώπους, αισθάνεσαι ότι “εισβάλλεις” στην προσωπική τους ζωή;
Τις περισσότερες φορές θεωρώ ότι καταφέρνω να είμαι διακριτικός. Δεν τους αγγίζω, ούτε κάνω κάτι ώστε να τους προσβάλλω. Μερικοί δεν καταλαβαίνουν καν ότι τους φωτογραφίζω – ιδιαιτέρα στους πολύβουους δρόμους της Νέας Υόρκης ή του Λονδίνου δεν ακούνε τον ήχο της κάμερας. Αλλά δεν νομίζω ότι μια λήψη φωτογραφίας δρόμου παραβιάζει την ιδιωτικότητα κάποιου ανθρώπου – μοιάζει περισσότερο με μια τυχαία συνάντηση που μπορεί να προκύψει ενώ περπατάς στο δρόμο. Ως φωτογράφος, όταν ακολουθώ ανθρώπους, νιώθω μια πιεστική ανάγκη μέσα μου να απαθανατίσω, με κάθε θυσία, την εικόνα που επιδιώκω. Χρησιμοποιώ αποκλειστικά φακό 50mm, συνεπώς χρειάζεται να πάω κοντά στο θέμα κάθε λήψης έτσι κι αλλιώς – αλλά αυτό συνιστά τμήμα ενός ευρύτερου σχεδίου, θα μπορούσα να πω. Είναι ένα κομμάτι της τέχνης μου, είναι ο τρόπος με τον οποίο δουλεύω. Συνεπώς, όταν κοιτώ τις φωτογραφίες που τράβηξα, η ευχαρίστηση που αποκομίζω επειδή αποτύπωσα τη συγκεκριμένη στιγμή που ήθελα, φρονώ πως επαρκεί για να δικαιολογήσει την στιγμιαία παραβίαση της ιδιωτικής ζωής κάποιου προσώπου.
Σε πολλές από τις φωτογραφίες σου έχεις χαμηλή γωνία λήψης. Γιατί αυτή η επιλογή;
Ενδιαφέρουσα η ερώτηση! Κυρίως οφείλεται στον εξοπλισμό μου. Όταν ξεκίνησα να φωτογραφίζω, κυρίως ζώα, χρησιμοποιούσα την μηχανή του πατέρα μου, μια γιαπωνέζικη Miranda Sensomat 35mm. Πέντε – έξι χρόνια μετά, ανακάλυψα ένα κάθετο προσοφθάλμιο που μπορούσε να συνδεθεί στο βιζέρ της μηχανής αυτής, κι έτσι πλέον μπορούσα να πραγματοποιήσω μέσω αυτού λήψεις απο χαμηλή γωνία, όπως γίνεται λ.χ. με μια κάμερα 6x6. Αυτό κυριολεκτικά με συνεπήρε, γιατί μου επέτρεψε να δω τον κόσμο με εντελώς νέα οπτική. Με τον τρόπο αυτό τράβηξα το project Eternal London καθώς και την σειρά Animals. Είχα, πλέον, τη δυνατότητα να κρατώ την κάμερα στο ύψος της μέσης μου, εξασφαλίζοντας τη χαμηλής γωνίας λήψης που μου αρέσει ενώ παράλληλα μπορούσα να είμαι σχεδόν αθέατος όταν φωτογράφιζα στο δρόμο. Με τον καιρό, η δημιουργικότητά μου έχει …προσαρμοστεί στον εξοπλισμό μου!
Δεν βλέπουμε συχνά τα πρόσωπα των ανθρώπων στις εικόνες σου: είναι σκόπιμο;
Δεν το κάνω ενσυνείδητα, ωστόσο υποθέτω (αν το καλοσκεφτώ) πως τελικά δεν επιθυμώ να προβάλλω τα πρόσωπα των ανθρώπων γιατί θέλω οι φωτογραφίες μου να έχουν μια άχρονη αίσθηση. Τα πρόσωπα μπορούν να σου πουν πολλά για το “πού” και το “πότε” κάθε εικόνας – αυτές οι χαρακτηριστικές λεπτομέρειες που διαθέτουν και προδίδουν την εποχή της λήψης, δεν επιθυμώ να αλλοιώνουν το όραμα που έχω για τις εικόνες που προσπαθώ να δημιουργήσω.
Συνήθως μου τραβάνε την προσοχή άτομα που φορούν ένα πανοφώρι ή καπέλο ιδιαίτερου τύπου, οπότε το θέμα καθίσταται λιγότερο αναγνωρίσιμο. Αυτό κάνει την φωτογραφία περισσότερο παραστατική και εμβληματική, την καθιστά μυστήρια και την αφήνει ανοιχτή σε πολλαπλές ερμηνείες.
Γιατί οι ανθρώπινες σιλουέτες έχουν αναχθεί σε κυρίαρχο στοιχείο της δουλειάς σου;
Όταν συνθέτω μια εικόνα στο μυαλό μου, συνήθως βλέπω μια σιλουέτα πρώτα. Έπειτα αρχίζω να (παρ)ακολουθώ ανθρώπους, συνήθως περπατώντας πίσω τους, και προσπαθώ να φανταστώ πώς θα αντιδρούσαν αν αντιλαμβάνονταν την παρουσία μου. Όταν τελικά με καταλαβαίνουν, αρχίζουν να αντιδρούν με διάφορους τρόπους – είτε ενοχλούνται επειδή κάποιος τους ακολουθεί είτε αγχώνονται. Είναι ένας από τους τρόπους μου για να “βρω” μια εικόνα: κάνω τους ανθρώπους λίγο …ανήσυχους. Η συγκεκριμένη πρακτική ίσως οφείλεται στο ότι ξεκίνησα παραμονεύοντας ζώα προκειμένου να τα φωτογραφίσω – τελικά μού έγινε βίωμα και την εφάρμοσα (και) με τους ανθρώπους: τους παρακολουθούσα, προβλέποντας τις αντιδράσεις τους και φωτογραφίζοντάς τους την κατάλληλη στιγμή. Με αυτό τον τρόπο, τυχαία άτομα μετατρέπονται σε χαρακτήρες που ενσωματώνονται στις ιστορίες που εγώ φαντάζομαι. Μου αρέσει αυτού του είδους η “ασάφεια” που προκύπτει και μετατρέπει τις εικόνες μου σε film-noirs κατά κάποιον τρόπο.
Συχνά συμπεριλαμβάνεις και ζώα στις λήψεις που κάνεις στο δρόμο. Τι σε θέλγει σε αυτά;
Πάντα αγαπούσα τα ζώα. Μεγάλωσα στην επαρχία της Umbria στην Ιταλία, περιτριγυρισμένος κυριολεκτικά από γάτες, σκυλιά και περιστέρια! Οπότε, όταν για πρώτη φορά πήρα φωτογραφική μηχανή στα χέρια μου, αναζήτησα τα ζώα ως θέμα – ήταν εύκολο να τα βρω αφού βρίσκονταν κυριολεκτικά δίπλα μου. Φωτογράφιζα ζώα επί πέντε ή έξι χρόνια και έτσι όταν κατόπιν μετακόμισα σε πόλεις όπως το Λονδίνο και η Νέα Υόρκη, ήταν φυσικό να με ελκύουν και σε αυτές επίσης. Με συνεπαίρνουν τα σχήματα και οι φιγούρες τους και αισθάνομαι ότι συμπληρώνουν το αστικό τοπίο.
Ποια φράση αποτελεί το σήμα – κατατεθέν σου σχετικά με την προσέγγιση που έχεις στη φωτογραφία ως άτομο και ως επαγγελματίας;
Δεν έχω μπει ποτέ στον πειρασμό να χρησιμοποιήσω ψηφιακή μηχανή. Είναι ο συνδυασμός ανάμεσα στη μηχανή ως αντικειμένο και στο τελικό προϊόν αυτής (μετά από όλη τη διαδικασία που απαιτείται) που μου αρέσει. Η εκτύπωση που προκύπτει με αυτό τον τρόπο (σ.σ.: μέσω του σκοτεινού θαλάμου) είναι ένα όμορφο και απτό αντικείμενο που μπορείς να κρατήσεις στα χέρια σου. Μου αρέσει η ιδέα του να κάνω μια εκτύπωση και μετά να βλέπω τη φωτογραφία να εκτίθεται αναρτημένη σε μια γκαλερί. Επίσης, όταν είμαι στο δρόμο με την κάμερα, το να αλλάζω φιλμ παίζει σημαντικό ρολό στη δημιουργική διαδικασία. Καθώς φωτογραφίζω και τελειώνουν τα διαθέσιμα καρέ αρχίζω να είμαι προσεκτικός ως προς το ποιο θέμα επιλέγω – συχνά αμέσως μόλις αντικαθιστώ το φιλμ, έχω ήδη συλλάβει νέες ιδέες! Ακόμα και το γεγονός πως χρησιμοποιώ μια παλιά κάμερα που συχνά εμφανίζει δυσλειτουργίες προκαλώντας μου …άγχος, θέτει μια επιπλέον πρόκληση που πρέπει να αντιμετωπίσω. Πιστεύω, όμως, ότι όλο αυτό με βοηθάει δημιουργικά κάθε φορά που φωτογραφίζω.
Ποιες συμβουλές θα έδινες σε όποιον (-α) θέλει να ασχοληθεί με τη φωτογραφία δρόμου;
Πρώτα απ’ όλα να είναι έξω στο δρόμο όσο γίνεται περισσότερο – χρειάζεται πραγματικά πολλή δουλειά για να βελτιωθεί κανείς! Όσο περισσότερο κάνει λήψεις και παράγει φωτογραφίες, τόσο περισσότερο εξελίσσεται. Μετά από 25 χρόνια εμπειρίας στις εκτυπώσεις έμαθα τι χρειάζεται να προσέχω στη σύνθεση της φωτογραφίας, όπως λ.χ. την τονικότητα του γκρι σε όλη την εικόνα. Επίσης η διαδικασία της επεξεργασίας είναι σημαντική: για παράδειγμα από τα 50 – 100 ρολά φιλμ που συνήθως θα τραβήξω σε ένα project, θα επιλέξω 20 – 30 εικόνες για να εκδώσω ή να εκθέσω. Θα μπορούσα να αναδείξω 50 – 100 διαφορετικές ιστορίες, ωστόσο είναι σημαντικό για μένα το να είμαι ιδιαίτερα επιλεκτικός και να αναδεικνύω τις θεματικές που πραγματικά μεταφέρουν αυτό που θέλω να πω.
  • Φωτό: © Giacomo Brunelli
  • 1η δημοσίευση: Photonet 223 – αποκτήστε το, με ένα κλικ εδώ!
  • Read the english version of the interview here!
 






Aρθρογράφος

Ηλίας Τσιγκούνης

Ο Ηλίας Τσιγκούνης είναι φωτογράφος με βάση το Λονδίνο και την Αθήνα. Έχει εκθέσει στη Truman Brewery, στην γκαλερί After Nyne και στο πανεπιστήμιο του Westminster στο Λονδίνο. Τα έργα του περιλαμβάνονται σε εταιρικές και ιδιωτικές συλλογές στο Λονδίνο, στο Μιλάνο, στην Μπολόνια και στην Αθήνα. Το έργο του "King's Portraits" περιλαμβάνει ένα ιστορικό αρχείο 800 νοσηλευτών του νοσοκομείου "King's College" στο Λονδίνο. Το φωτογραφικό αρχείο σαν συλλογικό πορτρέτο απεικονίζει την ποικιλομορφία του νοσοκομείου σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή: κατά τη διάρκεια του Brexit και της πανδημίας Covid-19. Ο Ηλίας κατάγεται από τη Μονεμβασιά. Σπούδασε Νοσηλευτική στην Αθήνα. Μετακόμισε στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα το 2015. Σπούδασε Φωτογραφία στο Πανεπιστήμιο Falmouth και έκανε έπειτα μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο του Westminster στο Λονδίνο. Παράλληλα με τη φωτογραφική του καριέρα, εργάζεται ως νοσηλευτής με ειδικότητα στην Επεμβατική Ακτινολογία. Η δουλειά του στον τομέα της Υγείας εμπνέει τη φωτογραφική του πρακτική.