Photonet Συνεντεύξεις

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

«Η φωτογραφία για εμένα έχει να κάνει κυρίως με την ανακάλυψη!»

Ο Γιάννης Αντωνόπουλος ανήκει σε μια νέα και ομολογουμένως γενναία γενιά Ελλήνων φωτογράφων που μέσα από τη δουλειά τους φαίνεται περισσότερο να αναζητούν οι ίδιοι παρά να επιδεικνύουν το θέμα τους.

Με εμφανείς τις επιρροές του New Documentary, εξερευνά τους τόπους γύρω του –άλλοτε οικείους και άλλοτε πιο μακρινούς– μοιάζοντας να επιχειρεί με τη φωτογραφία του κάθε φορά να ανακαλύψει όλα όσα κρύβονται πίσω από αυτό που απλώς φαίνεται, να φέρει στην επιφάνεια τις ιστορίες που οδήγησαν σε αυτό που βρίσκεται μπροστά στο φακό του τη στιγμή του «κλικ», όλα όσα το τοπίο μπροστά του κρατάει κρυμμένα κάτω από τα σχήματα και τα χρώματά του.

Τόσο στα τοπία όσο και στα πορτρέτα του υπάρχει μια ηρεμία, μια στατικότητα που ωστόσο δεν προξενεί την αίσθηση του τέλματος όσο την αίσθηση ενός στοχασμού του παρατηρητή, εκείνου που βλέπει το παρελθόν προσδοκώντας το μέλλον.

Το χαρακτηριστικό των εικόνων του, πέραν του σταθερού (4:5) κάδρου, είναι και μια πάντοτε οριακά συννεφιασμένη ατμόσφαιρα που σπάνια παραχωρεί τη θέση της σε πιο γαλανούς ουρανούς. Έτσι ο τόπος, Βαλκάνια, Αττική, ή οπουδήποτε αλλού, μοιάζει να είναι πάντα ο ίδιος, με τα εμφανή αποτυπώματα της ανθρώπινης παρουσίας – απουσίας, πρωταγωνιστές της εικόνας, να διηγούνται από μόνα τους ότι ήταν και δεν είναι πια ή ετοιμάζεται να ξανά είναι στο μέλλον.

Οι φωτογραφίες του Γιάννη Αντωνόπουλου δείχνουν χωρίς να εξηγούν, προσκαλούν χωρίς να προκαλούν.

Νικητής του Βραβείου Athens Photo World του 2019, της εναρκτήριας χρονιάς της διοργάνωσης, με τη σειρά South East of Eden, ο Γιάννης Αντωνόπουλος δεν σταματά να εξερευνά το χώρο γύρω του, διευρύνοντας τους γεωγραφικούς ορίζοντες της δουλειάς του με την ίδια σταθερότητα του βλέμματός του.

  • Η συνέντευξη που ακολουθεί πραγματοποιήθηκε το Νοέμβριο του 2020

Γιατί πάντα σύννεφα;

Στη δουλειά που κάνω αυτή την περίοδο θεωρώ ότι λειτουργεί ως μια μεταφορά που συμπληρώνει τη συνθήκη που εκφράζεται τόσο μέσα από τα πορτρέτα όσο και από τα τοπία. Ακόμα πέρα από τα τεχνικά ζητήματα που επιλύονται με αυτόν τον τρόπο, συνδέεται με την προσπάθεια μη ωραιοποίησης των γεγονότων και συνδράμει, μέσω της ουδετερότητας που προσφέρει η συννεφιά, στο να παραμείνει ανοιχτό το πεδίο διερεύνησης για τον θεατή.

Ποιο ήταν το πρώτο project που ξεκίνησες;

Όταν ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη φωτογραφία, δεν σκεφτόμουν με αυτόν τον τρόπο. Δεν φωτογράφιζα έχοντας στο νου ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, ούτε οργάνωνα τις φωτογραφίες μου σε θεματικές ενότητες, παρά μόνο σε κάποιες ευρείες κατηγορίες π.χ. Ασπρόμαυρες – έγχρωμες. Στην πορεία διαπίστωσα ότι αυτός ο τρόπος εργασίας δεν με εξυπηρετούσε, καθώς παρότι μπορεί να υπήρχαν κάποιες μεμονωμένες καλές εικόνες, το σύνολο της δουλειάς παρέμενε αδύναμο, χωρίς να μπορεί να εκφράσει κάτι πιο ουσιαστικό. Σε αυτό το σημείο, ξεκίνησα να οργανώνω τις φωτογραφίες που είχα σε πιο αυστηρά εννοιολογικά πλαίσια. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, προέκυψε το πρώτο project που έκανα με τίτλο Exhibits, το οποίο αφορούσε την παρουσίαση του ανθρώπινου σώματος ως έκθεμα σε διάφορες εκφάνσεις του δυτικού πολιτισμού. Μέρος αυτού του project θα εκτεθεί φέτος στο Pesaro στην Ιταλία.

Αν και έχεις περιγράψει το σκεπτικό πίσω από το South East of Eden, υπάρχει κάποιος πιο προσωπικός λόγος εξαιτίας του οποίου θέλησες να εξερευνήσεις φωτογραφικά τα Βαλκάνια;

Στην Ελλάδα μεγαλώνουμε ή, τουλάχιστον, μεγάλωνε η δική μου γενιά, με τη διττή υπόσταση του Ευρωπαίου αλλά και του Βαλκάνιου πολίτη. Σε αυτό το δίπολο έχω την αίσθηση, ότι προτιμούμε τον πρώτο τίτλο από τον δεύτερο. Συχνά, οι χαρακτηρισμοί για τους Βαλκάνιους γείτονες δεν είναι πάντα οι καλύτεροι και αυτό οφείλεται κατά τη γνώμη μου σε ιστορικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους. Παρότι πολλοί Βαλκάνιοι ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα, τουλάχιστον τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, έχω την εντύπωση ότι οι περισσότεροι τους γνωρίζουμε ελάχιστα. Η ενασχόλησή μου με τα Βαλκάνια ξεκίνησε, θέλοντας να διαπιστώσω ο ίδιος πώς είναι η ζωή και εν γένει η καθημερινότητα σε αυτές τις χώρες, ποιες είναι οι ομοιότητες και ποιες οι διαφορές στην κουλτούρα, ποιες αντιθέσεις υπάρχουν. Δεν ήθελα να μείνω στην κυρίαρχη αφήγηση που επικρατεί στην Ελλάδα γι’ αυτούς τους λαούς.

Ποιες χώρες περιέχονται στις φωτογραφίες του South East of Eden;

Μέχρι στιγμής οι χώρες είναι η Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία, Βόρεια Μακεδονία και η Αλβανία.

Στη δουλειά σου υπάρχει μια πολύ αισθητή συνέχεια και συνέπεια βλέμματος. Αυτό προκύπτει μόνο χάριν μιας αισθητικής προσέγγισης που έχεις επιλέξει ή υπάρχει και κάτι βαθύτερο που σε απασχολεί σχετικά με το πόσο ίδιοι μπορεί να φανούν τόποι διαφορετικοί;

Αρχικά νομίζω προκύπτει από τις τεχνικές επιλογές, οι οποίες οδηγούν σε ένα συγκεκριμένο αισθητικό αποτέλεσμα, δηλαδή έχει επιλεγεί εξαρχής η χρήση του έγχρωμου, οι εικόνες να είναι υψηλής ευκρίνειας, ίδια αναλογία εικόνας κ.τ.λ. Αυτό είναι μια συνειδητή επιλογή, καθώς με ενδιέφερε εξαρχής η ομοιομορφία του τελικού set, ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να το παρακολουθήσει χωρίς οπτικά εμπόδια. Οι ομοιότητες που προκύπτουν βρίσκονται εκεί, γιατί όντως υπάρχουν στην πραγματικότητα. Υποβαθμισμένες περιοχές μπορούμε να βρούμε σε όλα τα Βαλκάνια, τόσο στη Ρουμανία όσο και στην Ελλάδα. Οι αντιθέσεις, βέβαια, είναι αλλού μεγαλύτερες και αλλού μικρότερες, ανάλογα με την ένταση των ταξικών διαχωρισμών που υπάρχουν στην κάθε χώρα τη δεδομένη ιστορική εποχή.

Τους ανθρώπους για τα πορτρέτα σου πώς τους επιλέγεις;

Κάθε άνθρωπο με ενδιαφέρει να τον φωτογραφίσω, γιατί ποτέ δεν ξέρεις πότε μπορεί να προκύψει ένα καλό πορτρέτο. Ωστόσο, τις περισσότερες φορές την ώρα που το κάνω, πράγμα που δεν μου συμβαίνει στα άλλα είδη, καταλαβαίνω αν το αποτέλεσμα θα είναι ενδιαφέρον. Έτσι είμαι πάντα ανοιχτός σε κάποια ενδεχόμενη φωτογράφιση. Συνήθως είναι πρόσωπα, τα οποία γνωρίζω από πριν λίγο ή πολύ, ή που θέλουν να φωτογραφηθούν και με βρίσκουν μέσω κάποιου κοινού γνωστού. Δεν επιλέγω δηλαδή άτομα επειδή έχουν κάτι εξεζητημένο στην εμφάνισή τους. Με ενδιαφέρει περισσότερο η διευθέτηση που θα κάνουμε την ώρα της φωτογράφισης, η πόζα, τα ρούχα, το φόντο και η συγκέντρωσή τους τη στιγμή εκείνη.

Το South East of Eden, η βραβευμένη σου μέχρι τώρα δουλειά, θα συνεχίσει με νέο υλικό;

Ναι, υπάρχει ήδη αρκετό υλικό που δεν έχω δημοσιεύσει, αλλά έχω σκοπό να πάω και στις υπόλοιπες Βαλκανικές χώρες ή να επισκεφθώ ξανά κάποιες. Ο στόχος μου είναι, όταν ολοκληρωθεί το project, να γίνει και η έκδοσή του σε βιβλίο.

Ποιο ήταν το επόμενο project μετά από αυτό;

Το επόμενο project, το οποίο θα είναι μάλλον μακροχρόνιο, αφορά την καταγραφή των δυτικών προαστίων της Αθήνας, καθώς και μιας παρέας νέων της περιοχής. Προσπαθώ να καταγράψω πώς εξελίσσονται οι προσωπικές τους σχέσεις, τα ενδιαφέροντά τους, η ζωή τους μέσα στην κοινότητα. Επίσης, ταυτόχρονα συμπληρώνω και διάφορα άλλα projects που έχω ανοιχτά όπως το Monuments που αφορά την ελληνική επαρχία.

Πώς ταιριάζει η καλλιτεχνική προσέγγιση του New Documentary με την εμπορική πλευρά του επαγγελματία φωτογράφου;

Η αλήθεια είναι ότι δεν ταιριάζει πάντα. Πολλές φορές, όμως, στοιχεία από αυτό που ονομάζουμε «καλλιτεχνικό ντοκουμέντο» μπορούν να ενταχθούν σε δουλειές επαγγελματικές, οι οποίες έχουν σαν κύριο στόχο την τεκμηρίωση ενός γεγονότος με μια σύγχρονη ματιά.

Πιστεύεις ότι το ένα είδος φωτογραφικής ενασχόλησης μπορεί να είναι επωφελές δημιουργικά για το άλλο; Η εξάσκηση του βλέμματος δηλαδή στην εμπορική πτυχή της δουλειάς σου να σε βοηθάει να «δεις» πιο γρήγορα κάποια στοιχεία όταν μπαίνεις μέσα στο προσωπικό σου φωτογραφικό project και αντίστροφα, η καλλιτεχνική σου ματιά να εμπλουτίζει το αποτέλεσμα των εμπορικών σου φωτογραφίσεων;

Αυτός ο δυϊσμός που αναφέρεις είναι πολύ σημαντικό στοιχείο, το οποίο έχουν αντιμετωπίσει στην ιστορία της φωτογραφίας πολλοί φωτογράφοι, καθώς λίγοι είναι αυτοί που δεν διαχώριζαν το προσωπικό από το επαγγελματικό τους έργο. Από αυτόν τον διαχωρισμό έχουν προκύψει βέβαια πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Ακόμα και το έργο των Robert Frank και William Κlein είναι δύσκολο να εξηγηθεί, χωρίς αυτό το στοιχείο καθώς και την επιρροή του Αlexey Βrodovitch. Σίγουρα πάντως στοιχεία του ενός μεταπηδούν στο άλλο. Συχνά εντοπίζω θέματα που φωτογραφίζω στο εμπορικό κομμάτι της δουλειάς μου, να τα φωτογραφίζω υπό άλλες συνθήκες και να τα εντάσσω στο προσωπικό μου έργο. Πιστεύω ότι είναι καλό να ασχολείσαι με διάφορα είδη, ακόμα και σαν εξάσκηση τόσο του βλέμματος όσο και τεχνικής, ακόμα και αν κάποιο από αυτά δεν σου αρέσει. Αποκτάς με αυτόν τον τρόπο δεξιότητες που σίγουρα στην πορεία κάπου θα σου φανούν χρήσιμες. Για παράδειγμα, το ότι ξεκίνησα κάνοντας street photography, με βοήθησε πολύ στο εμπορικό κομμάτι, κυρίως στο να μπορώ να κινηθώ με άνεση μέσα στον κόσμο και να φωτογραφίσω π.χ. την κάλυψη μιας εκδήλωσης. Ακόμα με αυτόν τον τρόπο, μπορεί να ανακαλύψεις καινούργια πράγματα που μέχρι πριν δεν είχες εντοπίσει. Άλλωστε, η φωτογραφία για εμένα έχει να κάνει κυρίως με την ανακάλυψη.

Μετά από αρκετά χρόνια κρίσης και επαναπροσδιορισμού της φωτογραφικής αγοράς ποια πιστεύεις ότι είναι η βασική συμβουλή σου για τα παιδιά που –παρά τις δυσκολίες των καιρών – θέλουν να γίνουν φωτογράφοι;

Θα πρότεινα, αρχικά, να αποκτήσουν μια τεχνική επάρκεια στο μέσο, καθώς όπως προανέφερα αυτό θα καθορίσει σημαντικά και την αισθητική των φωτογραφιών τους. Πολύ διαφορετικά θα δείχνει δηλαδή μια φωτογραφία με διάφραγμα f 1,4 από μια με f 16. Θα πρέπει να έχουν την ικανότητα να επιλέξουν τι τους χρειάζεται κάθε φορά, και τι θέλουν να πουν χρησιμοποιώντας το καλύτερο εργαλείο που έχουν στη διάθεσή τους. Να μην αφήνουν, δηλαδή, την τύχη ή τη μηχανή να παίρνει τις αποφάσεις, εκτός αν είναι συνειδητή επιλογή, αφού έχουν εξοικειωθεί με τις υπόλοιπες δυνατότητες του μέσου. Ακόμα να θέτουν περιορισμούς στον εαυτό τους, γιατί μπορεί πλέον οι μηχανές να προσφέρουν άπειρες επιλογές, αλλά δεν είναι πάντα αυτός ο καλύτερος τρόπος. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι δεν μπορείς να μάθεις τα πάντα ταυτόχρονα, γιατί κινδυνεύεις στο τέλος να μην μάθεις τίποτα. Επίσης, θα πρότεινα να μελετήσουν την ιστορία της φωτογραφίας, καθώς ως γνωστόν παρθενογένεση στην τέχνη δεν υπάρχει και μέσω αυτού να προσπαθήσουν να βρουν τη δική τους ματιά, χτίζοντας πάνω σε αυτά που προϋπάρχουν και εμπλουτίζοντάς τα. Τέλος, να τραβάνε φωτογραφίες όσο περισσότερο μπορούν!

Πώς ήταν η εμπειρία σου με τη βράβευσή σου από το Athens Photo World;

Αναμφίβολα ήταν μια πολύ ευχάριστη εμπειρία για εμένα και μια πολύ σημαντική επιβράβευση. Θεωρώ ότι το Athens Photo World είναι ένας σπουδαίος θεσμός που απουσίαζε από την ελληνική φωτογραφική πραγματικότητα και που προσφέρει μεγάλη στήριξη, τόσο χρηματική όσο και ηθική στους φωτογράφους που ασχολούνται με το φωτορεπορτάζ και το ντοκουμέντο. Είναι γνωστό, ότι μεγάλο μέρος του έργου των ελλήνων δημιουργών γίνεται χάρη στη δική τους επιμονή και πολλές φορές με αποκλειστικά προσωπικό κόστος.


Mini CV

Ο Γιάννης Αντωνόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Έμαθε την τεχνική της φωτογραφίας δίπλα στον πατέρα του, φωτορεπόρτερ, Γιώργο Αντωνόπουλο. Παρακολούθησε σεμινάρια αισθητικής και ιστορίας της φωτογραφίας στον Φωτογραφικό Τομέα του Πολιτιστικού Ομίλου Φοιτητών του Πανεπιστημίου Αθηνών (Π.Ο.Φ.Π.Α) όπου, από το 2015  ως σήμερα είναι Εισηγητής. Έχει συμμετάσχει σε διάφορες ομαδικές εκθέσεις φωτογραφίας σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Το 2019, του απονεμήθηκε το βραβείο Athens Photo World  με αποκλειστική χορηγία του ιδρύματος Σταυρός Νιάρχος, για τη σειρά South East of Eden.

  • Φωτό: © Γιάννης Αντωνόπουλος
  • 1η δημοσίευση: Photonet 224 – αποκτήστε το, με ένα κλικ εδώ!