Photonet Συνεντεύξεις

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΑΠΟΔΑΣ

«Για να επιβληθείς χρειάζεται υπομονή, ευγένεια και τακτ!»

Υπήρξε ο πρωτεργάτης της αρχιτεκτονικής φωτογραφίας στη χώρα μας. Διέθετε, στο ξεκίνημά του, αυτό που λέμε «αστέρι», καθώς ο ίδιος δεν επιθυμούσε (ή δεν ονειρευόταν) να γίνει φωτογράφος – μάλλον η φωτογραφία βρήκε αυτόν, παρά το ανάποδο!

Η συνάντηση μαζί του, το καλοκαίρι του 2014, μου άφησε μια γλυκόπικρη επίγευση. Γνώρισα έναν έμπειρο φωτογράφο, που έχει πολλά να πει τόσο σε επίπεδο εμπειρίας όσο και γνώσης. Ταυτόχρονα, μίλησα με έναν «σοφό» άνθρωπο, που έχει ζήσει την ουσιαστική «γέννηση» και εξέλιξη της εφαρμοσμένης φωτογραφίας στην Ελλάδα. Η αφήγησή του ήταν μια «βουτιά» στη χρυσή εποχή της φωτογραφίας στη χώρα μας (που φαίνεται να έχει φύγει, ίσως ανεπιστρεπτί) όπου τόσο το μέσο όσο και οι άνθρωποί του έχαιραν μεγάλου σεβασμού.

Μέσα από τις εμπειρίες του, μας ξεναγεί σε έναν όμορφο και διδακτικό ταξίδι, πίσω στις απαρχές της σύγχρονης ελληνικής εφαρμοσμένης φωτογραφίας…

Πώς ξεκίνησαν όλα;

Τον Ιανουάριο του 1958, ήμουν νέος και εκείνη την εποχή άνεργος. Ένας ρομαντικός νέος είχε προσφέρει στην αδερφή μου ένα λουλούδι τυλιγμένο για προστασία μέσα σε μια εφημερίδα. Εκεί η αδερφή μου βρήκε μια αγγελία «ζητείται φωτογράφος δια φωτογραφικόν εργαστήριον». Εγώ εκείνη την εποχή δεν ήξερα καν πώς είναι η φωτογραφική μηχανή. Άλλωστε τη ζωή εκείνων των χρόνων σήμερα δεν μπορείτε να τη διανοηθείτε. Πήγα στο Σύνταγμα, όπου βρέθηκα στο στούντιο του Μαυρογένη. Τότε το στούντιο στην ουσία ήταν ένα γραφείο και έκανε δουλειές κυρίως για τον τουρισμό, καθώς είχε συνεργασία με το Υπουργείο Προεδρίας που βρισκόταν πολύ κοντά, στη Ζαλοκώστα. Η αρχική μου δουλειά εκεί, ήταν να στεγνώνω φωτογραφίες. Ο τρόπος τότε δεν είχε σχέση με αυτά που γνωρίσατε μετά. Γινόταν επάνω σε μια πολύ γυαλιστερή λαμαρίνα, με ένα ειδικό πανό της Agfa. Κατόπιν τις περνάγαμε με ένα ρολό, μέχρι να φύγει και η τελευταία σταγόνα νερού από μέσα, και μετά τις τοποθετούσαμε σε ένα ειδικό στεγνωτήριο, με διαστάσεις 70cm επί ένα μέτρο.

Αυτή ήταν και η πρώτη μου επαφή με τη φωτογραφία, που στην ουσία τότε για εμένα ήταν απλώς το μεροκάματο. Δεν είχα ακόμη εικόνα και ιδέα της μεγαλύτερης ιδέας που λέμε «φωτογραφία». Σταδιακά άρχισα να πηγαίνω, μαζί με τον Μαυρογένη, να φωτογραφίζουμε τα έργα της Ομόνοιας. Υπήρχε μια εταιρία που τοποθετούσε πλακάκια. Η πρώτη μου, θα έλεγε κανείς, «εντολή» ήταν να φωτογραφίσω ένα αντικείμενο του οποίου ο σκοπός –άρα και της εικόνας– ήταν να προσελκύσει, να ενημερώσει, να «κάνει τη δουλειά του». Στην ουσία αυτή η κατεύθυνση δεν άλλαξε ποτέ. Μετά ξεκίνησαν κι άλλα πράγματα, όπως το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, το Εθνικό Θέατρο. Φωτογραφίζαμε παραστάσεις και πρόβες – έτσι άρχισα να γνωρίζω έναν κόσμο που δεν ήξερα. Κάπως έτσι με αγκάλιασε η φωτογραφία.

Με όλα αυτά τα εισαγωγικά, θέλω με έμφαση να αναφερθώ και να τιμήσω έναν φωτογράφο που δεν του έχει αποδοθεί όση τιμή του πρέπει: τον Νίκο Μαυρογένη. Στην ουσία ο Μαυρογένης ήταν ο άνθρωπος που εισήγαγε στην ελληνική πραγματικότητα τη διαφημιστική φωτογραφία. Έτσι ερμηνεύω κι εγώ τη φωτογραφία από αγγλικούς, γαλλικούς, αμερικάνικους τίτλους: ως φωτογραφία εφαρμοσμένη. Η φωτογραφία δηλαδή που εκ των προτέρων έχει ένα αντικείμενο. Οποιοδήποτε αντικείμενο έχει έναν σκοπό: αυτός ο σκοπός πρέπει να αναδειχθεί μέσω της φωτογραφίας του.

Ο Νίκος Μαυρογένης ήταν ο προϊστάμενός μου, ο άνθρωπος που με πήρε το 1962 (ήμουν ακόμη στρατιώτης) και με πήγε για 22 μέρες στην Ελβετία. Μέσω της γνωριμίας μας με έναν Ελβετό, που ζούσε εδώ παντρεμένος με Ελληνίδα, πήγαμε σε studio στην Ελβετία ώστε να δούμε πώς γίνεται η δουλειά εκεί. Μετά έκανε πια κι αυτός ένα υπέροχο studio εδώ, στο τότε σπίτι του Χατζηκυριάκου που σήμερα είναι το κτίριο του Μουσείου Μπενάκη, στη Βασιλίσσης Σοφίας.

Εκεί μέσα, λοιπόν, τύχαινε να βρίσκεται το περιοδικό «Αρχιτεκτονική». Το περιοδικό αυτό δεν υπάρχει πια, και τα τεύχη εκείνης της εποχής είναι συλλεκτικά και αποτιμώνται στα πεντακόσια ευρώ το ένα. Ήταν ιδιαίτερο περιοδικό, με μεγάλο φορμά: περί τα τριάντα τέσσερα εκατοστά το ύψος και πάνω από είκοσι το πλάτος.

Έτσι ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε να φωτογραφίζουμε τα πρώτα σπίτια που χτίζονταν στην περιοχή του Γηροκομείου. Τα περισσότερα ήταν σπίτια εύπορων Αθηναίων που γίνονταν σε εκείνη την περιοχή, που τότε δεν είχε φυσικά καμία σχέση με το πως είναι σήμερα. Ήταν σχεδόν εξοχή. Αρχικά ήταν έργα ενός συγκεκριμένου αρχιτέκτονα, που είχε συμφωνήσει να τα παρουσιάσει στο περιοδικό.

Το κομμάτι βέβαια της αρχιτεκτονικής ήταν ένα μέρος της δουλειάς μας. Φωτογραφίζαμε πολλά προϊόντα, όπως η μπύρα ΦΙΞ, για παράδειγμα και ασφαλώς όλα ασπρόμαυρα ακόμη, καθώς δεν είχε βγει το έγχρωμο φιλμ. Μετά τις φωτογραφίες τις παραλάμβαναν αυτοί που εγώ ονομάζω «μάγους», οι οποίοι τη «ζωγράφιζαν» με χρώμα, ώστε να αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη ζωντάνια και υφή εκεί που χρειαζόταν.

© Δημήτρης Καλαποδάς

Πώς ήταν η ανταπόκριση στη φωτογραφία εκείνη την εποχή; Η αποδοχή της από τον κόσμο;

Τότε υπήρχαν δυο – τρεις εταιρίες στον χώρο. Ο Μαυρογένης ήταν ο μόνος ο οποίος έκανε αυτού του είδους τη δουλειά: φωτογραφία για κάποιον [πελάτη] γι’ αυτόν τον συγκεκριμένο λόγο. Οι άλλοι φωτογράφοι έκαναν πορτρέτα όπως ο Πατρίδης που έκανε τις φωτογραφίες της Βασιλικής Οικογένειας, και ο Κοντός που τραβούσε τοπία. Αλλά δεν είχαν μπει ακόμη σε αυτό που λέμε «εφαρμοσμένη φωτογραφία». Ο Μαυρογένης κατάλαβε τη δυναμική αυτού του είδους και το έκανε αμέσως. Θα τονίσω όμως και πάλι ότι ήταν ο πρώτος στον οποίο ερχόταν ο πελάτης και του ζήταγε να φωτογραφίσει ένα συγκεκριμένο προϊόν (π.χ. ένα ψυγείο γεμάτο πράγματα) προκειμένου να προσελκύσει το ενδιαφέρον το ίδιο το φωτογραφιζόμενο αντικείμενο, για να αρέσει, να προσελκύσει και τελικά να «πουλήσει». Κατά συνέπεια υπήρχε πάντα αυτή η ψυχολογία, η «αγωνία» ότι πρέπει να κάνεις κάτι καλό.

Αυτή η προσέγγιση προχώρησε πολύ στο μέλλον. Σταδιακά φτάσαμε στο 2005 που μπορούσαμε πια να κάνουμε απίστευτα πράγματα. Με μεγάλες πλάτες 10-12.5 φυσικά. Δεν τραβούσαμε τίποτε με μικρή μηχανή – και όταν λέω «μικρή» εννοώ 6×6! Ούτε και τα αρχιτεκτονικά. Και αν χρειαζόταν διόρθωση η λήψη, λόγω καθέτων, διορθώναμε στην εκτύπωση με το μαρζέρ.

Ποια ήταν η προσέγγιση προς την αρχιτεκτονική φωτογραφία την εποχή εκείνη;

Η προσέγγιση ήταν ότι ο αρχιτέκτονας έφτιαξε αυτό το «χι ή ψι» κτίριο και είχε μια συγκεκριμένη θέωρηση: «τα ενδιαφέροντά μου είναι αυτά και οι ιδέες μου είναι αυτές – η φωτογραφία πρέπει να τις αναδείξει». Ενδεχομένως να ξεγελάει λίγο και το μάτι η φωτογραφία και να σε παρασύρει σε άλλους κόσμους. Έχει σημασία ότι όλοι αυτοί οι αρχιτέκτονες ήξεραν φωτογραφία. Την είχαν διδαχθεί στα πανεπιστήμιά τους, αλλά δεν θα ασχολούνταν τόσο ώστε να έχουν μια Sinar ή μια Linhoff και να μπαίνουν σε όλη την κατεξοχήν φωτογραφική διαδικασία της εμφάνισης και εξ’ επαφής εκτύπωσης (contact) που κάναμε τότε εμείς. Μόνο ένας το έκανε, ο Νίκος Βαλσαμάκης, αρχιτέκτονας που έγινε και ακαδημαϊκός.

Με τον καιρό και την εμπειρία, αρχίσατε να έχετε τη δική σας προσωπική οπτική και φωτογραφική άποψη για το πώς έπρεπε να τραβηχτεί το εκάστοτε κτίριο;

Ναι, αλλά προφανώς ο τρόπος να επιβληθείς χρειαζόταν υπομονή, ευγένεια και τακτ. Τους ρωτούσα πάντα ποιες ήταν οι σπουδαίες πτυχές ενός έργου και ποιες οι λιγότερες δυνατές πλευρές του. Κατόπιν, προσπαθούσα να αναδείξω τις μεν και να υποβαθμίσω, όσο γινόταν, τις δε. Με τον τρόπο αυτό και οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες εκτιμούσαν την προσέγγισή μου και εγώ μπορούσα να περάσω την γνώμη μου: για την ώρα, για τη γωνία, για τη διάταξη (ή πλήρη απουσία) των επίπλων σε έναν εσωτερικό χώρο.

Πώς ήταν οι αμοιβές για αυτές τις μεγάλες δουλειές τότε; Αυτό που όλοι φανταζόμαστε για εκείνη την εποχή ή απλώς εμάς μας φαίνεται μια περασμένη, ονειρική, εποχή, λόγω των νέων δεδομένων σήμερα;

Για τους αρχιτέκτονες δεν ήταν εύκολο να φτάσουν στα επίπεδα των αμοιβών μια διαφημιστικής φωτογραφίας τότε. Αυτό ήταν κάτι που είχα αποδεχτεί. Από τη διαφημιστική φωτογραφία βγάζαμε ίσως και πενταπλάσια χρήματα από ότι από την αρχιτεκτονική φωτογραφία. Όμως αγαπούσα τόσο πολύ τους ίδιους, το επίπεδό τους και τη φωτογραφία, ώστε δεν σκέφτηκα ποτέ να τους αφήσω.

© Δημήτρης Καλαποδάς

Τα περιοδικά δεν βοηθούσαν σε αυτό;

Οι δικές μου δουλειές δημοσιεύονταν σε δύο περιοδικά, που ανήκαν στον ίδιο εκδότη, τον Ορέστη Δουμάνη. Το ένα ονομαζόταν «Θέματα Χώρου και Τεχνών» και το άλλο «Αρχιτεκτονικά Θέματα». Με εμπιστευόταν γιατί δεν περιοριζόμουν σε μια βόλτα και μια λήψη. Πήγαινα πάλι και πάλι, προκειμένου να δω το φως, τις γωνίες, την καλύτερη δυνατή ώρα. Το λιγότερο που πηγαίναμε να δούμε ένα κτίριο ήταν τέσσερις φορές.

Τι γινόταν με τα τυχόν «ενοχλητικά» στοιχεία που μπορεί να υπήρχαν μπροστά σε ένα κτίριο; Καλώδια, κάδοι κ.λπ.;

Υπήρχαν και πριν το Photoshop τρόποι να απαλλαγείς από αυτά!

Γωνίες λήψης «περίεργες» επιλέγατε ποτέ;

Ναι! Κάθε επιλογή μπορούσε να γίνει, αρκεί να μην ξέφευγε από τον σκοπό του ίδιου του «έργου» και ασφαλώς και του κειμένου μέσα από το οποίο το έργο, ο σκοπός του και η φωτογραφία του επεξηγείτο και αναδεικνυόταν.

Τα κείμενα που συνοδεύουν τις αρχιτεκτονικές λήψεις αποτελούν πλέον και τρόπο σπουδής των φοιτητών. Μάλιστα, αφού πρόκειται για δημοσιευμένα κείμενα και φωτογραφίες, έχουν το δικαίωμα να τα χρησιμοποιήσουν ως εφαλτήριο για νέες δικές τους ιδέες και δουλειές που παρουσιάζουν. Ως προς το τελικό αποτέλεσμα δε, υπήρχε τότε ένα σύστημα της Kodak που σου επέτρεπε cropping επάνω στο contact ώστε ήδη να επιλέξεις τι θέλεις από όλη την εικόνα. Οι αρχιτέκτονες το έκαναν αυτό και έλεγαν: «αυτό θέλω εγώ από όλη την εικόνα». Αυτό με βοήθησε και εμένα να μάθω τι ήθελαν και πώς ήθελαν να παρουσιάζονται τα έργα τους.

Μιλάμε ακόμη για εποχή ασπρόμαυρου ή είχε πια ήδη μπει το έγχρωμο στη δουλειά σας;

Όχι, ασπρόμαυρο! Αργότερα ήρθαν τα έγχρωμα. Παρόλα αυτά, οι άνθρωποι πάντα προτιμούσαν την «αφαίρεση» του χρώματος. Μια ωραία φωτογραφία, με το σωστό κοντράστ και τις σωστές αλληλουχίες των τόνων, παραμένει πιο εντυπωσιακή, ακόμη κι αν είναι πορτρέτο.

Με όλα όσα μου διηγείστε, γίνεται σαφές ότι είχατε τη χαρά να ζήσετε την μεγάλη ανάπτυξη της φωτογραφίας στην Ελλάδα, σε μια περίοδο που και οι αμοιβές ήταν σημαντικές.

Ναι! Υπήρξε μια εποχή που και γνωριζόμαστε πολλοί συνάδελφοι μεταξύ μας και είχαμε καλές σχέσεις και συνοχή, ώστε να έχουμε καταφέρει να βάζουμε εμείς τους όρους στις διαφημιστικές εταιρίες για το πώς θα γίνουν οι δουλειές. Ήταν η περίοδος από τα τα τέλη της δεκαετίας του 70 μέχρι και τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 90. Τότε είχαμε δημιουργήσει και έναν σύλλογο, την «Ένωση Φωτογράφων Εφαρμοσμένης και Δημιουργικής Φωτογραφίας». Τον καιρό εκείνο, σε αυτόν το σύλλογο που είχαμε δημιουργήσει, δεν δεχόμαστε φωτογράφους που να μην έχουν ασχοληθεί με αυτό το κομμάτι της φωτογραφίας. Ήταν σημαντικό να έχει ασχοληθεί κανείς με αυτό το είδος δουλειάς: να έρχεται ο πελάτης, μια εταιρία για παράδειγμα, και να λέει ότι «αυτό» είναι το προϊόν της, όποιο κι αν ήταν. Στη συνέχεια, να δίνει ο στυλίστας την κατεύθυνσή του και μετά ο φωτογράφος χρησιμοποιώντας το φως (που ήταν το δικό μας εργαλείο) και όλα τα τεχνάσματα που είχε πια μάθει να εφαρμόζει, να το απογειώνει. Ακόμη και μέσα από τις εκθέσεις μας είχαμε καταφέρει η φωτογραφία να είναι σημαντικό θέμα.

Δουλέψατε ποτέ με ψηφιακή τεχνολογία ή μείνατε πάντα πιστός στο φιλμ;

Δούλεψα και με ψηφιακό όταν πια πήγα στην Πάρο. Όχι μόνο για αρχιτεκτονικές δουλειές αλλά και για άλλα projects. Η αλήθεια είναι ότι μέχρι το 2004 υπήρχε ακόμη η πίστη –ή επιθυμία– ότι θα συνυπάρξουν η ψηφιακή με την αναλογική φωτογραφία. Κανείς δεν παραδεχόταν ότι όλη η επένδυση που είχαν κάνει οι μεγάλοι φωτογράφοι σε εξοπλισμό αναλογικών μηχανών θα κατέληγε στο ντουλάπι. Πήγαμε, όμως κάποια στιγμή, με μια αποστολή τεσσάρων ατόμων στη Γερμανία, στην Κολωνία, για αν διαπιστώσουμε τις τάσεις. Εκεί ήταν πια σαφές, από τον τρόπο που είχαν αρχίσει να δουλεύουν οι ψηφιακές τεχνολογίες, ότι σιγά σιγά θα αποχαιρετούσαμε την αναλογική φωτογραφία.

Σε προσωπικό επίπεδο, έχετε κάνει ποτέ άλλα πράγματα φωτογραφικά εκτός από τα αρχιτεκτονικά σας projects;

Ναι, με συγκινεί πολύ η φύση. Και σε αυτό χρησιμοποιώ και τις δυνατότητες των προγραμμάτων επεξεργασίας στον υπολογιστή, ώστε να γίνονται οι φωτογραφίες μου όπως τις θέλω και λίγο πιο «ονειρικές». Ακόμη κι αυτή όμως η διαδικασία, με τις ευκολίες της ηλεκτρονικής επεξεργασίας, θέλει πάλι πολλή δουλειά…

© Δημήτρης Καλαποδάς

  • Φωτό στην κορυφή της σελίδας: © Δημήτρης Καλαποδάς
  • 1η δημοσίευση: Photonet 178 – αποκτήστε το, με ένα κλικ εδώ!
 






Aρθρογράφος

Χριστίνα Καλλιγιάννη

Συνεργάτης του Photonet επί μακρά σειρά ετών. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αμέσως μετά φωτογραφία στην E.S.P. Το 2002 ξεκίνησε να εργάζεται ως επαγγελματίας φωτογράφος, με μακροχρόνιες συνεργασίες με τα περιοδικά “ΓΕΩτρόπιο” της “Ελευθεροτυπίας”, "Κ" και "Ταξίδια" της “Καθημερινής”, στα πλαίσια του ταξιδιωτικού και του ελεύθερου ρεπορτάζ. Για αρκετά χρόνια λειτουργούσε το δικό της φωτογραφικό στούντιο, το STUDIO 18.12, με βασικά αντικείμενα τη φωτογράφιση πορτρέτου, προσωπικού, επαγγελματικού, οικογενειακού και μόδας. Από το 2016 μέχρι το 2018 συμμετείχε στην διοργάνωση του Μεσογειακού Φεστιβάλ Φωτογραφίας / Medphoto Festival, έχοντας αναλάβει το Γενικό Συντονισμό της οργάνωσης του Φεστιβάλ. Σήμερα εξακολουθεί να φωτογραφίζει, με ιδιαίτερη αγάπη στα πορτρέτα και τους εσωτερικούς χώρους. Παράλληλα, είναι υπεύθυνη για το Γενικό Συντονισμό του Αthens Photo World, ενώ κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα, με τίτλο "Στιγμές Παράλληλες" (εκδόσεις Χάρτινη Πόλη).