Photonet Συνεντεύξεις

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

“Ο εχθρός της φωτογραφίας είναι το να μην τη βλέπει κανείς!”

Το όνομα του Δημήτρη Μιχαλάκη δεν είναι άγνωστο, ούτε χρειάστηκε το βραβείο Athens Photo World ώστε το ευρύ κοινό να γνωρίσει τη δουλειά του. Οι φωτογραφίες του παρουσιάζονται εδώ και πολλά χρόνια σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, αλλά και σε ευρείας κυκλοφορίας έντυπα.

Δουλειές του έχουν δημοσιευτεί σε Spiegel, Die Zeit, Rolling Stone Magazine, Vice και στις εφημερίδες Le Monde, Washington Post και International NY Times ενώ υπήρξε συνεργάτης του «Ε» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας παλιότερα και εδώ και αρκετά χρόνια του «Κ» της Κυριακάτικης Καθημερινής, στο οποίο οι φωτογραφίες του έχουν γίνει εξώφυλλο περισσότερες από μία φορές.

Ο Δημήτρης Μιχαλάκης είναι ένας εξαιρετικά ενεργός φωτορεπόρτερ, με έντονο κοινωνικό και πολιτικό προβληματισμό που είναι πάντα η κινητήρια δύναμη πίσω από τις δουλειές του και τη φωτογραφική ματιά του. Μια διαρκής αναζήτηση όχι μόνο του «τι» αλλά και των «πώς» και των «γιατί» των γεγονότων –μεμονωμένων ή διαρκείας– ωθεί το φωτογράφο στην αποτύπωση της πραγματικότητας γύρω μας. Οι φωτογραφίες του δεν αναπαριστούν επιφανειακά την επικαιρότητα αλλά επιχειρούν να διεισδύσουν στη βαθύτερη σημασία όσων συμβαίνουν και την επίδρασή τους στο ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι των καιρών μας.

Η τεχνική του προσέγγιση δεν μένει σταθερή ούτε είναι επιρρεπής σε μανιέρες. Άλλοτε επιλέγει χρώμα με έντονο κοντράστ: πρόσωπα τόσο άμεσα φωτογραφημένα που πιστεύεις ότι πράγματι απευθύνονται σε εσένα, τον θεατή, ρωτώντας, προκαλώντας και αμφισβητώντας. Άλλοτε επιλέγει ασπρόμαυρες εικόνες, συνδυασμός των ανθρώπων με τα τοπία τους, και άλλοτε μια ήρεμη φωτογραφική αφήγηση δίνει στο κοινό του εικόνες χαμηλού (επιφανειακά) κοντράστ που μαρτυρούν έντονη εσωτερική αγωνία για όσα καταγράφει και αποκαλύπτει ο φακός.

Σε αυτό το τελευταίο ύφος ο Μιχαλάκης φωτογράφισε τις 42 ημέρες του, το project που του χάρισε, την περσινή χρονιά, το βραβείο Athens Photo World. Δώδεκα εικόνες από την Αθήνα του lockdown, μια παλινδρόμηση μεταξύ της έντασης των νοσοκομείων και της ερημιάς των δρόμων που έχουμε συνηθίσει να σφύζουν από ζωή, θόρυβο και κυκλοφοριακό χάος.

Τολμηρή και για «δυνατούς λύτες» η πρώτη φωτογραφία της σειράς, το χέρι του φωτογράφου με το πλαστικό γαντάκι που όλοι φορέσαμε για αρκετό καιρό σε πρώτο πλάνο και από κάτω, στο βάθος, η πόλη απλωμένη στη σκιά ενός βαριά συννεφιασμένου ουρανού. Η σχέση δημιουργού και θέματος, με το στοιχείο της προσοχής – αποστείρωσης της εποχής που μόλις ξεκινούσε.

Αιχμή του δόρατος της βραβευμένης δουλειάς το πορτρέτο της Κυρίας Βασιλικής. Κλεισμένη και «ασφαλής» πίσω από το βρεγμένο τζάμι, μέσα στο κλάσμα δευτερολέπτου του «κλικ» αντικρύζει τον φακό, τον φωτογράφο, τον γιο της, και μετά όλους εμάς, μια ολόκληρη πόλη, έναν ολόκληρο κόσμο σε μια μυστήρια εποχή κοινωνικής και σταδιακά προσωπικής αποστασιοποίησης.

Ο ίδιος λέει «Αυτό που ζούσαμε ήταν και προσωπικό, γι’ αυτό κι εγώ έβαλα και προσωπικά στοιχεία. Η μητέρα μου ήταν κλεισμένη μέσα στο σπίτι. Δεν έβγαινε παρά μόνο για ένα περπάτημα μόνη της τα απογεύματα και όχι κάθε μέρα. Κι αυτή την εικόνα τη σκέφτηκα πολύ. Πώς θα την τραβήξω, πώς θα τη φωτίσω. Ακριβώς επειδή ήταν η επιβεβαίωση του ότι όλο αυτό – από ένα σημείο και ύστερα – γινόταν για τον καθένα μας προσωπικό».

  • Η συνέντευξη που ακολουθεί πραγματοποιήθηκε τον Oκτώβριο του 2020 και δημοσιεύτηκε στο Photonet 225.

«42 ημέρες» (2020)

Οι «42 ημέρες» προέκυψαν από προσωπική επιθυμία ή από ανάθεση;

Το project προέκυψε από προσωπική επιθυμία υπάρχουν όμως μέσα και κάποιες λήψεις που ήταν μέρος ανάθεσης από εφημερίδα (την Καθημερινή συγκεκριμένα) που στην ουσία μου έδωσε την πρόσβαση που ίσως κάτω από διαφορετικές συνθήκες δεν θα μπορούσα να έχω. Η αλήθεια είναι όμως ότι όλο αυτό που συνέβαινε με απασχολούσε πολύ. Ήθελα να δω τι γίνεται, πώς είναι εκεί έξω με τη νέα κατάσταση όπως είχε διαμορφωθεί με την καραντίνα. Οι τελείως άδειοι δρόμοι, η Πλατεία Συντάγματος άδεια, το Μοναστηράκι άδειο, όλα άδεια, οι γειτονιές της Αθήνας που συνήθως έχουν κόσμο, ειδικά στην πλευρά της πόλης που μένω εγώ που είναι και πιο πολυπολιτισμική είχαν ερημώσει. Ξεκίνησα αμέσως μετά την ανακοίνωση για το κλείσιμο. Ήταν και τα γενέθλιά μου εκεί κοντά και όλα όσα ήλπιζα να κάνω προφανώς δεν έγιναν, οπότε με επηρέασε άμεσα και προσωπικά.

Ακόμη δεν είχαμε αρχίσει να βλέπουμε πολλές δουλειές σχετικές με τον κορωνοϊό. Πώς αισθανόσουν που φωτογράφιζες αυτό το θέμα ενώ τα κρούσματα κάθε μέρα αύξαναν γεωμετρικά και ο θάνατος θέριζε στην Ευρώπη;

Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι καινούριο και αμέσως ανέλαβα να το φωτογραφίσω. Αυτό ωστόσο ήταν τρομερά πρωτόγνωρο. Δεν ήταν μια σύγκρουση ή μια διαδήλωση ή μια αποστολή αλλού. Ήταν κάτι που δεν είχε ξαναγίνει – η δική μας γενιά δεν έχει ξαναζήσει κάτι τέτοιο και στην ουσία συνέβαινε μέσα στο σπίτι μας. Είχα προφανώς μια μεγάλη ανησυχία για τους γονείς μου και για τους φίλους μου. Για τον εαυτό μου είχα έναν κανονικό φόβο. Πρόσεχα χωρίς όμως υπερβολές.

Οι φωτογραφίες από τα νοσοκομεία (και αυτή στην είσοδο και οι άλλες στο εσωτερικό) είναι αρκετά σκοτεινές. Γιατί επέλεξες αυτή την προσέγγιση;

Ήταν μια συνειδητή επιλογή και τεχνικά και αισθητικά. Και σε παλιότερες δουλειές μου είχα αυτή την προσέγγιση, όπως στη δουλειά μου στον καταυλισμό των σεισμοπαθών στο Στρατόπεδο Καποτά που επίσης δεν είναι τραβηγμένο με κοντράστ και ένταση.

Στα νοσοκομεία πήρα άδεια να έχω flash μαζί μου. Ακόμη και η φωτογραφία που είναι στην πόρτα του νοσοκομείου είναι με flash αλλά τοποθετημένο έξω και μακριά από τη μηχανή. Ήμουν μαζί με τους ανθρώπους του ΕΚΑΒ, και περίμενα τη σωστή στιγμή. Θα έπαιρναν μια κυρία που είχε νοσήσει και ήθελα να έχω αυτή τη συγκεκριμένη λήψη.

Από αισθητική άποψη, η επιλογή είχε άμεση σχέση με την κατάσταση. Το βίωνα σαν ένα θέμα σκοτεινό μεν αλλά μαλακό, μέσα σε μια γενική αβεβαιότητα για το πόσο θα κρατούσε, πώς θα εξελισσόταν, κάτι που κανείς δεν ήξερε.

«42 ημέρες» (2020)

Οι άνθρωποι που έπρεπε να συνεννοείσαι στα νοσοκομεία ώστε να δουλέψεις ήταν συνεργάσιμοι ;

Ήταν εξαιρετικοί! Όλοι από όσους πήρα άδεια, μέσα σε αυτούς και μια διευθύντρια από τη ΜΕΘ του Σωτηρία, ήταν εξαιρετικοί. Αυτή δε η γιατρός μου είπε ότι μαζί με κάποιους άλλους γιατρούς είχαν επιδιώξει να δώσουν πρόσβαση στα ΜΜΕ –με διακριτικό πάντα τρόπο– για να δει ο κόσμος την κατάσταση. Ακριβώς λόγω του πρωτόγνωρου χαρακτήρα της κατάστασης αυτής. Ούτε οι δική τους ούτε η δική μας η γενιά έχει ζήσει κάτι τέτοιο. Ίσως οι γενιές των παππούδων μας όταν ήταν μικροί και ούτε εδώ στην Αθήνα, στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αυτή τη γιατρό μάλιστα την πήρα τηλέφωνο όταν πήρα το βραβείο του Athens Photo World και την ευχαρίστησα ιδιαιτέρως. Μου είχαν δώσει άδεια να χρησιμοποιήσω και τρίποδο και flash, ήμουν πάντα ντυμένος με όλα τα απαραίτητα πρωτόκολλα. Έκανα περίπου ένα δεκάλεπτο να ντυθώ και περί τα 25 λεπτά να βγάλω όλα όσα φορούσα γιατί ήθελε μεγάλη προσοχή.

Η δουλειά σου και πριν την πανδημία ήταν πάντα επίκαιρη και γύρω από σοβαρά κοινωνικά ζητήματα. Κρίση, μεταναστευτικό, Μάτι, και ασφαλώς η μεγάλη σειρά με τους σεισμόπληκτους του Στρατοπέδου Καποτά που ήδη σου είχε χαρίσει άλλη μια βράβευση στο 1ο MEdpHOTO το 2016. Εκτός από το προφανές στοιχείο της επικαιρότητας, υπάρχει κάτι βαθύτερο που επιχειρείς να αναδείξεις με τις εικόνες κάθε φορά;

Η επικαιρότητα κάποιες φορές είναι η αιτία και κάποιες φορές είναι αφορμή για να ασχοληθώ με ένα θέμα. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου φωτορεπόρτερ. Υπάρχουν καλοί και αγαπημένοι συνάδελφοι που είναι φωτορεπόρτερ. Τον εαυτό μου τον θεωρώ περισσότερο φωτογράφο με την έννοια ότι θα ξεκινήσω από την επικαιρότητα μεν αλλά δεν θα την κυνηγήσω υποχρεωτικά. Εκτός από τις περιπτώσεις βέβαια που πρόκειται αποκλειστικά για δουλειά, για μια ανάθεση. Αυτό βέβαια δεν γίνεται τόσο πολύ πια καθώς οι ανάγκες των εφημερίδων καλύπτονται από τα πρακτορεία με πιο συμφέροντες για αυτές όρους.

Πέραν αυτού δεν θεωρώ τον εαυτό μου φωτορεπόρτερ με την στενή έννοια της λέξης γιατί η επικαιρότητα έχει συνήθως να κάνει με κάτι που συμβαίνει και μετά τελειώνει. Εγώ θέλω να συνεχίζω να ασχολούμαι με αυτά που φωτογραφίζω. Με την κρίση για παράδειγμα, ξεκίνησα να κάνω το Burnout –που τότε ήταν επίκαιρο όπως είναι τώρα ο Covid19– αλλά μετά θέλησα να χτίσω τη δική μου ιστορία μέσα από τις εικόνες που έκανα. Ήθελα να φύγω από την κλασική εικόνα της Πλατείας Συντάγματος με φωτιές ή με διαδήλωση ή με ξύλο και να προχωρήσω σε αυτό που λέμε «δεύτερη ανάγνωση».

Το τι ψάχνει τώρα ο καθένας σε αυτή τη «δεύτερη ανάγνωση» είναι προσωπικό και διαφορετικό. Για εμένα, για παράδειγμα, έχει μεγάλη σημασία να μπορέσω μέσα από τις φωτογραφίες μου να ανακαλύψω τις αιτίες όσων συμβαίνουν. Προφανώς ξεκινάει κανείς με το αποτέλεσμα, αλλά θέλω μετά να ψάξω τις αιτίες και να τις αναδείξω. Αν για παράδειγμα δω έναν τοξικοεξαρτημένο, σαφώς με αφορά να φωτογραφήσω τον ίδιο αλλά πιο πολύ με αφορά να δω και να δείξω τις αιτίες που έχουν οδηγήσει αυτόν τον άνθρωπο στον να είναι τοξικοεξαρτημένος. Και με την κρίση το ίδιο έγινε. Προσπαθούσα να βρω τις αιτίες.

Και με τον κορωνοϊό προσπάθησα να διευρύνω το θέμα μου πέρα και έξω από τα νοσοκομεία. Ήθελα να δω το πώς φτάνουν οι άνθρωποι στα νοσοκομεία, τι γίνεται στους δρόμους. Ήθελα να το καλύψω με τη δική μου αφήγηση, με το δικό μου ύφος. Όπως είπαμε και παραπάνω, υπήρχε ένα σαφές σκεπτικό στο πώς θα ήταν οι εικόνες, τεχνικά και αισθητικά.

Καταυλισμός Ρομά Θεσσαλία, από τη σειρά Archive I (2018)

Πιστεύεις ότι η φωτογραφία και το φωτορεπορτάζ επιτυγχάνουν αυτό το σκοπό;

Δεν μπορώ να δώσω μια απόλυτη απάντηση σε αυτό.

Το βασικό στη φωτογραφία που προτιμώ είναι να σε αφορά αυτό που κάνεις. Να μην φωτογραφίζεις αυτό που λέμε «πιασάρικο». Με αφορά να σκέφτομαι σε ένα κοινωνικό επίπεδο, εκτός του «μικρόκοσμου» ή του «μεγαλόκοσμου» που κάθε εποχή είναι του συρμού. Για παράδειγμα το Στρατόπεδο Καποτά για εμένα ήταν μια ανακάλυψη, μια ανακάλυψη ότι ενώ φαίνεται ένας μικρόκοσμος, τελικά μπορεί να είναι κάτι πολύ ευρύτερο.

Στη φωτογραφία υπάρχουν τα λεγόμενα 5 W : What, Where, When, Who, WHY. Για εμένα τα 4 πρώτα είναι όλα μαζί και το πιο σημαντικό και ξεχωριστό είναι το πέμπτο, το Γιατί. Πρώτα από όλα το Γιατί πρέπει να το απαντάει ο φωτογράφος στον εαυτό του. «Γιατί θέλεις να φωτογραφίσεις αυτό το πράγμα;».

Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι αυτό προσπαθώ, αυτός είναι ο σκοπός μου και δουλεύω πάντα με αυτό σαν πυξίδα. Μέσα από τη δουλειά μου αισθάνομαι ότι το επιτυγχάνω, σε αρκετά μεγάλο βαθμό. Ίσως να ακούγεται ελαφρά ματαιόδοξο ή να φαίνεται ότι υπάρχει εγωϊσμός σε όλο αυτό, αλλά για εμένα είναι σημαντικό η φωτογραφία να είναι η προέκταση της πολιτικής μου σκέψης και για αυτό την κάνω. Θέλω να πω ότι όπως και να εξελιχθεί επαγγελματικά το μέλλον, αυτό το κομμάτι δεν θα το αφήσω ποτέ, θα εξακολουθώ να το κάνω. Απλά το αυστηρά επαγγελματικό κομμάτι εξασφαλίζει πάντα καλύτερη πρόσβαση. Η ιδιότητα του φωτογράφου μιας εφημερίδας δίνει πάντα μεγαλύτερη πρόσβαση από αυτή που θα είχα σαν απλός φωτογράφος. Σε αυτό κάνεις πάντα μια επιλογή που έχει μεγάλα πλεονεκτήματα και το αντίστοιχο κόστος.

Είσαι ένας από τους Έλληνες φωτορεπόρτερ η δουλειά των οποίων έχει εμφανιστεί πολλές φορές σε εκθέσεις φωτογραφίας μεγάλων καλλιτεχνικών οργανισμών όπως στις Biennale Αθήνας και Θεσσαλονίκης, στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Κρήτη, στη γκαλερί Uri Eichen στο Σικάγο, στο Bozar στις Βρυξέλλες και στο μήνα φωτογραφίας του Παρισιού μεταξύ άλλων. Πιστεύεις ότι η έκθεση του φωτορεπορτάζ και του ντοκουμέντου σε τέτοιους χώρους εξυπηρετεί τον σκοπό του; Για το ίδιο το θέμα, για το φωτογράφο και τελικά και για το κοινό;

Αυτή η διαφορετική παρουσίαση σίγουρα δεν είναι αρνητική. Ο εχθρός της φωτογραφίας είναι να μην επικοινωνείται, να μην τη βλέπει κανείς. Είναι σαν ένας μουσικός να γράψει ένα τραγούδι και να το αφήσει στο συρτάρι. Η έκθεση είναι κι αυτή ένας τρόπος επικοινωνίας. Η δική μου η προσέγγιση είναι εδώ και αρκετό καιρό ότι ακόμη και σε τέτοιες περιπτώσεις, σε εκθέσεις δηλαδή καλλιτεχνικών θεσμών και οργανισμών, να συμμετέχω αλλά πάντα με αμοιβή. Πιστεύω ότι αυτό είναι το σωστό.

Όσον αφορά την πρόσληψη του κοινού και το κατά πόσο αυτή μπορεί να αλλάξει στο πλαίσιο της έκθεσης μιας εικόνας στο μουσείο, το πρώτο που έχω να πω είναι ότι ποτέ δεν φωτογραφίζω με αρχικό γνώμονα τον κόσμο που θα δει. Φωτογραφίζω με γνώμονα αυτό που θέλω εγώ να δω και να πω και αυτό μετά ας πάρει το δρόμο του.

Δεύτερον, η φωτογραφία ντοκουμέντου που κάνω σχετίζεται και με άλλες δύο παραμέτρους: τη λεζάντα και το κείμενο. Όταν επομένως μια δουλειά μου εκτίθεται σε ένα μουσείο, αυτό που με ενδιαφέρει είναι το τι γράφω, τι λέω εγώ γι’ αυτό που δείχνω. Γι’ αυτόν το λόγο και δεν διαπραγματεύομαι τα κείμενα που συνοδεύουν τις δουλειές μου. Θέλω να παραμένουν όπως τα στέλνω. Κάποιοι αυτό μπορεί να το αναδείξουν ακόμη περισσότερο και κάποιοι να το προσπεράσουν. Σίγουρα μπορεί μια επιμελητική παρέμβαση να είναι θετική, τόσο στην ίδια τη δουλειά, στην επιλογή δηλαδή των εικόνων που τελικά θα εκτεθούν (αυτό που λέμε editing) όσο και στο κείμενο. Εφόσον αυτό γίνεται με σκοπό όχι το κατά πόσο αυτά που δείχνω ή αυτά που λέω αρέσουν ή δεν αρέσουν αλλά με κριτήριο την καλύτερη επεξήγηση τότε προφανώς γίνεται δεκτό.

Τώρα για την έκθεση στα μουσεία παίζουν ρόλο πολλά, ακόμη και το μέγεθος του τυπώματος. Συνήθως προσπαθώ να το καθορίζω εγώ. Για εμένα δεν έχει τόσο νόημα να προσπαθείς να κάνεις τη φωτογραφία κάτι «πολύτιμο», για εμένα είναι ένας τρόπος να επικοινωνήσω κάτι. Δεν έχει νόημα να «γεμίσεις τον χώρο», έχει νόημα να πεις κάτι με αυτά που δείχνεις.

Προσωπικά με αφορά πάντα οι φωτογραφίες μου να έχουν μια αισθητική. Υπάρχει η μεγάλη συζήτηση για την «αισθητικοποίηση» αλλά νιώθω ότι αν οι φωτογραφίες έχουν μια αισθητική μπορούν να προσεγγίσουν και τελικά θα «εμπλέξουν» στο όποιο μήνυμα τους παραπάνω κόσμο. Πάντα όλα ξεκινούν από το πώς μου αρέσει εμένα να φωτογραφίζω και προσπαθώ τεχνικά το αποτέλεσμα να είναι αυτό που κι εγώ –σαν θεατής– θα ήθελα να δω.

Θήβα, από τη σειρά Archive I (2019)

Η επικαιρότητα της πανδημίας είναι μια πρωτόγνωρη και πρόσφατη πραγματικότητα. Ελπίζοντας ότι σύντομα θα αποτελεί παρελθόν εξακολουθεί να είναι η καθημερινότητα σχεδόν όλου του πλανήτη. Οι πρώτες δουλειές που είδαν το φως της δημοσιότητας από αυτό το θέμα προφανώς συγκλόνισαν, καθώς ήταν και η μοναδική επαφή του υγειούς κοινού με αυτή τη νέα απειλή. Πιστεύεις ότι σταδιακά και όσο περισσότερο αναγκαστικά οι φωτογράφοι ασχολούνται με αυτό θα αρχίσει το βλέμμα να εμβαθύνει περισσότερο και του χρόνου θα δούμε πιο «εσωτερικές» δουλειές, με εικόνες πέραν της προφανούς απαθανάτισης των ασθενών στα φορεία και των εντατικών με τους αναπνευστήρες;

Αυτό είναι ένα προσωπικό θέμα του κάθε φωτογράφου και πώς αντιμετωπίζει την κατάσταση. Οι «προφανείς» εικόνες από τα νοσοκομεία δεν θα σταματήσουν. Έχει μεγάλη σχέση και με την περιοχή που δουλεύει κανείς. Η δουλειά του Fabio Bucciarelli, ας πούμε, γινόταν στη μία από τις τρεις περιοχές του –για να το πούμε καθημερινά– μεγάλου χαμού. Τρεις ήταν αυτές οι περιοχές: Ιταλία, Ισπανία και Η.Π.Α. Τα βλέμματα σίγουρα θα ήταν στραμμένα εκεί και στην πολύ σκληρή καθημερινότητα της κατάστασης. Κάτι παρόμοιο έγινε και με το μεταναστευτικό. Έρχονταν οι άνθρωποι και στην Ισπανία και στην Ιταλία αλλά το μεγάλο κύμα ήρθε στην Ελλάδα, και στην Ελλάδα όχι γενιά, όχι στη Χίο ή στην Κω – παρότι κι εκεί είχε ροές – αλλά στη Λέσβο.

Άρα το είδος της εικόνας έχει να κάνει πάρα πολύ και με το μέρος. Υπάρχουν φωτογράφοι, έχω στο μυαλό μου έναν ή δύο, που ήδη έχουν κάνει πιο «εσωτερικές» δουλειές. Ένας Ιταλός φωτογράφος έχει κάνει μια σειρά από πορτρέτα (δημοσιεύτηκαν στο National Geographic). Φωτογράφιζε τους ανθρώπους στεκόμενος έξω από τα σπίτια τους. Κι άλλη μια δουλειά μου άρεσε πολύ, πάλι με νοσοκομεία αλλά με έναν πιο αποστασιοποιημένο τρόπο, που κινδυνεύει ίσως και να παρεξηγηθεί καθώς έχει μια πιο καλλιτεχνική θα τη λέγαμε προσέγγιση και μια πιο ιδιαίτερη ματιά αλλά εμένα με έκανε να δω πιο προσεκτικά. Παρόμοια προσέγγιση έχει και ο Simon Norfolk.

Κάποιοι θα κάνουν δουλειές «δεύτερης ανάγνωσης» και κάποιοι όχι, απλώς θα συνεχίσουν να κάνουν αυτό που κάνουν. Αλλά επειδή δεν ξέρουμε πώς θα πάει όλο αυτό δεν μπορούμε να ξέρουμε ακόμη τίποτε.

Το ίδιο μπορεί να συμβεί και σε μια εμπόλεμη ζώνη. Έχω στο μυαλό μου τις φωτογραφίες ενός Γάλλου φωτογράφου, του Luc Delahaye, που πλέον δεν φωτογραφίζει στο παραδοσιακό στυλ του ρεπορτάζ, αλλά ψάχνει λίγο περισσότερο.

Εκτός από το αντικειμενικό οικονομικό σκέλος, πως αισθάνθηκες με το Athens Photo World βραβείο σου φέτος;

Ήταν μεγάλη χαρά αυτό το βραβείο, καθώς αποτελεί επιβράβευση μιας δουλειάς που ξεκίνησα να την κάνω από την προσωπική μου ανάγκη να καταλάβω τί ήταν αυτό που είχε ξεκινήσει να συμβαίνει και πώς επηρέαζε τόσο γρήγορα και τόσο βαθιά τις ζωές όλων μας. Επιπλέον είναι σημαντικό για εμένα αυτό το βραβείο καθώς έρχεται από τη διοργάνωση που τιμά πάντα το έργο του Γιάννη Μπεχράκη. Ο Μπεχράκης για εμένα υπήρξε σημαντικός φίλος και πέρα από το σπουδαίο έργο του στο δικό μου το μυαλό είναι πάντα ζωντανές οι κουβέντες μας για πολλά πράγματα εκτός από τη φωτογραφία και το ρεπορτάζ.

Σοχούμι, Αμπχαζία (2008)


Mini CV

Ο Δημήτρης Μιχαλάκης γεννήθηκε το 1977 στην Ελευσίνα. Σπούδασε φωτογραφία στο Focus School of Photography στην Αθήνα. Από το 2004 είναι τακτικός συνεργάτης στο περιοδικό K, (Καθημερινή της Κυριακής) και στο E (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία). Οι φωτογραφίες του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορες ελληνικές και διεθνείς εκδόσεις (Spiegel, Die Zeit, Rolling Stones Magazine, Le Monde, Washington Post, International NY Times, Vice). Έχει ταξιδέψει με δημοσιογραφικές αποστολές σε
πολλές χώρες.

Γκεζί Παρκ, Πλατεία Ταξίμ (2013)

  • Φωτό: © Δημήτρης Μιχαλάκης
  • 1η δημοσίευση: Photonet 225 – αποκτήστε το, με ένα κλικ εδώ!
 






Aρθρογράφος

Χριστίνα Καλλιγιάννη

Συνεργάτης του Photonet επί μακρά σειρά ετών. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αμέσως μετά φωτογραφία στην E.S.P. Το 2002 ξεκίνησε να εργάζεται ως επαγγελματίας φωτογράφος, με μακροχρόνιες συνεργασίες με τα περιοδικά “ΓΕΩτρόπιο” της “Ελευθεροτυπίας”, "Κ" και "Ταξίδια" της “Καθημερινής”, στα πλαίσια του ταξιδιωτικού και του ελεύθερου ρεπορτάζ. Για αρκετά χρόνια λειτουργούσε το δικό της φωτογραφικό στούντιο, το STUDIO 18.12, με βασικά αντικείμενα τη φωτογράφιση πορτρέτου, προσωπικού, επαγγελματικού, οικογενειακού και μόδας. Από το 2016 μέχρι το 2018 συμμετείχε στην διοργάνωση του Μεσογειακού Φεστιβάλ Φωτογραφίας / Medphoto Festival, έχοντας αναλάβει το Γενικό Συντονισμό της οργάνωσης του Φεστιβάλ. Σήμερα εξακολουθεί να φωτογραφίζει, με ιδιαίτερη αγάπη στα πορτρέτα και τους εσωτερικούς χώρους. Παράλληλα, είναι υπεύθυνη για το Γενικό Συντονισμό του Αthens Photo World, ενώ κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα, με τίτλο "Στιγμές Παράλληλες" (εκδόσεις Χάρτινη Πόλη).