Photonet Συνεντεύξεις

BAΓΓΕΛΗΣ ΡΑΣΣΙΑΣ

«Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο!»

Χειμαρρώδης! Θα μπορούσα να σταματήσω εδώ, και να απαριθμήσω το βίο και την πολιτεία του Βαγγέλη Ρασσιά, με χρονολογίες, σπουδές, δουλειές, εκθέσεις και πολλές πολλές φωτογραφίες. Ή θα μπορούσα να μοιραστώ μαζί σας την εμπειρία μιας τετράωρης κουβέντας με έναν έμπειρο, εύστροφο, πολυπράγμωνα, δημιουργικό και άκρως «καλλιτέχνη» φωτογράφο…

Η αφορμή για τη συνάντηση του περιοδικού με τον Βαγγέλη Ρασσιά δόθηκε μέσα από την έκθεση του έργου του που φιλοξενήθηκε το 2012 στο Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη με τίτλο «Πόδια τοτέμ». Όπως ο ίδιος είχε αναφέρει στο εισαγωγικό του σημείωμα «Σε μια προσωπική ενδοσκόπιση διαπίστωσα τον ρόλο που είχαν τα γυναικεία πόδια στην φωτογραφική μου διαδρομή τα τελευταία 30 χρόνια».

Οι λήψεις είναι αυτό που κανείς, σε απλή γλώσσα, θα έλεγε «κλασικά ωραίες» φωτογραφίες. Χωρίς κόλπα, επεξεργασίες και γραφιστικά τερτίπια. Ωραία πόδια σε εμπνευσμένες στάσεις, και πάνω από όλα το πόκερ του καλού φωτογράφου με το φως.

Ο Βαγγέλης Ρασσιάς έχει τεράστια εμπειρία στη φωτογράφιση γυναικών, με και χωρίς ρούχα. Κι εκεί αποδεικνύεται και πάλι το πιο σπουδαίο εργαλείο της δουλειάς του. «Την διαφορά μεταξύ της καλλιτεχνικής αισθησιακής φωτογραφίας και του πορνό την κάνει το φως».

Διαθέτει πολλά χρόνια εμπειρίας, έχει συναναστραφεί με τους «in» κάθε εποχής, δούλεψε σχεδόν όλα τα είδη φωτογραφίας: ρεπορτάζ, πορτρέτο, μόδα, τοπίο και προσωπικά projects.

Έχει βαθιά γνώση, όχι μόνο τεχνική αλλά και «εκ των έσω» για το πώς διαμορφώθηκε αυτό που (σ.σ.: εν έτει 2012) ονομάζουμε «ελληνική φωτογραφία» ή τις τάσεις που τη διαμόρφωσαν και που ακόμη κυριαρχούν για καλό και για κακό.

Είναι οπλισμένος με γνώση και διαθέτει γνώμη για πρόσωπα και καταστάσεις, με το αυστηρό κριτικό μάτι του ανθρώπου που εργάστηκε και προσπάθησε για την αναβάθμιση της φωτογραφίας και κυρίως του ρόλου του ίδιου του φωτογράφου στα ελληνικά πράγματα.

Είδα πολλή δουλειά στο studio του. Πολλές φωτογραφίες. Όλους. Ούτε καν “σχεδόν”. Κυριολεκτικά όλους. Με αποκορύφωμα για μια λάτρη του mainstream (ομολογώ!) κινηματογράφου της ηλικίας μου, το βιβλίο που το ίδιο το Φεστιβάλ των Κανών εξέδωσε, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, με συλλογή των πιο ενδιαφερόντων στιγμιότυπων που απαθανάτισαν οι φωτογράφοι και το έστειλε «τιμής ένεκεν» στον Βαγγέλη Ρασσιά και τον αδερφό του Άγγελο, μαζί με μια ευχαριστήρια επιστολή για την επί 16 χρόνια δουλειά τους στο Φεστιβάλ, για περιοδικά και πρακτορεία. Α! και μια επιταγή ενός εκατομμυρίου τριακοσίων χιλιάδων δραχμών για τα δικαιώματα των φωτογραφιών τους, χωρίς φυσικά οι ίδιοι ποτέ να έχουν ζητήσει τίποτε.

Αυτό σε αντιδιαστολή της πρακτικής των εγχώριων μέσων και της μεταχείρισης φωτογράφων και φωτογραφιών!

© Βαγγέλης Ρασσιάς

Γιατί είναι προβληματική η κατάσταση εδώ;

Δεν υπάρχει η ποιότητα που πρέπει να υπάρχει στην παραγωγή. Ο Daniel Filipacchi ήταν αυτός που έκανε το περιοδικό Salut les Copains στη Γαλλία. Περιοδικό με ύλη της “μόδας”, για τους νέους με ηθοποιούς, τραγουδιστές και γενικά celebrities. Το περιοδικό ξεπούλησε σε μια Γαλλία 55 εκατομμυρίων και ενώ οι Γαλλόφωνοι ανά τον κόσμο ήταν περί τα 250 εκατομμύρια. Παρόλα αυτά και πάλι ίσως δεν είναι θέμα πληθυσμού αλλά ποιότητας. Η Νορβηγία έχει πληθυσμό 4 εκατομμύρια μόνο, αλλά έχουν εξαιρετικά περιοδικά και εφημερίδες και όλος ο κόσμος διαβάζει. Υπάρχει μια ανεπτυγμένη βαριά βιομηχανία, που επιτρέπει και δίνει την πολυτέλεια στη χώρα να ασχοληθεί με αυτά. Εδώ δεν υπάρχει αυτό που λέμε κάθετη παραγωγή. Είναι πολύ εμφανές στη μόδα για παράδειγμα. Κάθετη παραγωγή σημαίνει 4 επιδείξεις το χρόνο και πάνω από 4 με 5 χιλιάδες κομμάτια pret a porter, και για την εγχώρια αγορά αλλά και για τις αγορές που βρίσκονται γύρω. Με άλλον τρόπο δεν μπορεί να υπάρξει εξέλιξη.

Φταίνε λοιπόν οι άνθρωποι μεμονωμένα ή η γενικότερη νοοτροπία και η έλλειψη πόρων;

Φταίει το ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει οικονομία, αλλά μόνο παραοικονομία. Και η παραοικονομία δημιουργήθηκε από ένα αλλεπάλληλο πάρε –δώσε μεταξύ Κράτους και όποιων είχαν το μεγάλο κεφάλαιο, που είναι βέβαια και αυτοί που χαίρουν των περισσοτέρων φοροαπαλλαγών. Το ζήτημα είναι ότι ενώ υπήρξαν άνθρωποι που έκαναν χρήματα και κεφάλαια, η γενικότερη νοοτροπία και «παιδεία» δεν άλλαξε.

Υπήρξε κάποια εποχή που ίσως ήταν λίγο καλύτερα τα πράγματα από τώρα;

Όχι. Ήταν «δήθεν» καλύτερα. Έχω κάνει πάρα πολλά πράγματα στη φωτογραφία. Ρεπορτάζ, μόδα, διαφήμιση, πορτρέτα. Ωστόσο αυτό που λείπει είναι η υποδομή. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για το τι γίνεται και πώς να στηθεί. Ούτε το κράτος αλλά ούτε και η ιδιωτική πρωτοβουλία που θα μπορούσε να χορηγεί πολλά πράγματα. Παράδειγμα το ελαιουργείο στην Ελευσίνα.

Τα Αισχύλια, φέτος (σ.σ.: 2012) γίνονται με πολύ μικρή συμμετοχή του Τιτάνα και μετά από την καλή θέληση μικρών ιδιωτών και καλλιτεχνών.

Ωστόσο, η Ελευσίνα είναι ένα τρανταχτό παράδειγμα. Ο αρχαιολογικός χώρος, από τη μία, και πλήθος φουγάρων από πίσω, σε πολλές φωτογραφίες της δεκαετίας του ’80 που έχουν κυκλοφορήσει παντού. Σκοπός θα ήταν να υπάρξει μια συνεννόηση, ώστε οι ίδιοι άνθρωποι που ευθύνονται για τα φουγάρα να συμμετέχουν και στην γενικότερη ανάπτυξη της υπόλοιπης γύρω περιοχής. Αλλά κανείς δεν το κάνει και κανείς δεν το ζητάει.

© Βαγγέλης Ρασσιάς

Μήπως σε όλα αυτά παίζει ρόλο και το ότι τον ίδιο τον Έλληνα, τα τελευταία χρόνια, τον ενδιαφέρουν άλλα πράγματα;

Ναι, τον ενδιαφέρει το life style των περιοδικών. Και ό,τι γίνεται, γίνεται χωρίς σωστή υποδομή. Οι περισσότεροι αντιπρόσωποι ειδών φωτογραφίας στην Ελλάδα ήταν μάλλον στυγνοί έμποροι, με νοοτροπία: «αγοράζεις ένα είδος πολυτελείας. Παλιά ακόμη και το τρίποδο υπαγόταν στα είδη πολυτελείας». Οι ίδιοι οι έμποροι δεν βοήθησαν να αναπτυχθεί ούτε σαν δουλειά ούτε σαν τέχνη. Έχω συνεργαστεί με όλους τους εμπόρους φωτογραφικών ειδών. Το μεγαλύτερο deal το κάναμε με τη «Γραμμή». Πήραμε προσφορές από όλους τους «μεγάλους» της εποχής και κάποιοι αρχικά δεν μας αντιμετώπισαν και σοβαρά. Κάναμε το μεγαλύτερο στούντιο που υπήρξε ποτέ. Στην Παλλήνη. Με εξοπλισμό Balcar. Σε ένα πλατώ 700 τ.μ. είχαμε κούρμπα από plexiglass, ειδικά κατασκευασμένη, κομμάτι –κομμάτι, από Αγγλία. Είχαμε 20 γεννήτριες, 30 studio flash, soft box 4 μέτρων μετακινούμενο από την οροφή με τηλεχειριστήριο. Μας κάλεσαν στην Ελβετία για ένα σεμινάριο σχετικά με τον εξοπλισμό μας και ακόμη κι εκεί οι δικοί μας συμμετέχοντες διαφωνούσαν σχετικά με το φωτισμό, με τους Ελβετούς. Οι τελευταίοι φωτογράφιζαν αυτοκίνητα σε ένα πλήρως εξοπλισμένο studio. Το σχόλιό τους στη δουλειά που τους δείξαμε ήταν ότι τα μάτια (στα μοντέλα) δεν είχαν φως και μάτια χωρίς φως είναι «νεκρά». Ωστόσο κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να έρθει να δει πώς γίνεται η δουλειά και πώς στήνονται τα κομμάτια του εξοπλισμού. Κι αυτό είναι απόδειξη του ότι φταίει η νοοτροπία και η έλλειψη καλλιέργειας.

Ως προς το εμπορικό κομμάτι ή ως προς το δημιουργικό;

Και στα δύο. Εκτός αν έχεις λυμένο το πρόβλημά σου, και βγάζεις φωτογραφίες για το hobby σου, όπως παλιά ο Σεφέρης.

Υπήρξε όμως μια εποχή «έκρηξης» ενδιαφέροντος για τη φωτογραφία. Στη δεκαετία του ’90 υπήρξαν και αρκετές σχολές.

Διαφωνούσα κάθετα με αυτή την τάση. Τη θεωρούσα «φούσκα» και εν πολλοίς αποδείχθηκε, γιατί πολλές φορές που μου είχαν έρθει παιδιά, από τις διάφορες σχολές, δεν ήξεραν βασικά πρακτικά πράγματα όπως η λειτουργία ενός studio flash ή το απλούστερο, το πώς να στήσουν το τρίποδο. Η εκπαίδευσή τους ήταν πιο πολύ προσανατολισμένη σε μελέτη φωτογράφων, όπως ο Cartier Bresson. Αλλά αυτό το στυλ φωτογραφίας δεν το μαθαίνεις. Αυτό το «βιώνεις». Οι Γάλλοι λένε ότι η φωτογραφία μαθαίνεται «μέσα στα πράγματα». Μπαίνεις μέσα στα πράγματα και τραβάς.

Για εμένα υπάρχουν τρεις κατηγορίες φωτογράφων στην Ελλάδα. Οι φωτορεπόρτερς, που ακόμη προσπαθούν να επιβιώσουν και μέσα από το πολιτικό ρεπορτάζ και σε προσωπικό επίπεδο. Εκεί αντιμετωπίζονται και με έναν τρόπο κατώτερο της δουλειάς γενικότερα. Το λέω γιατί το έχω κάνει, όντας παλιά τέσσερα χρόνια διαπιστευμένος φωτογράφος στο Υπουργείο Γεωργίας. Μετά υπάρχουν οι φωτογράφοι μόδας και διαφημιστικής που ελάχιστοι τελικά επιβίωσαν.

Και μετά είναι και οι καλλιτέχνες σαν τον Γέρο για παράδειγμα ή τον Πλάτωνα Ριβέλλη, με μια γενικότερη και θεωρητική άποψη για τα πράγματα ότι η δημιουργική φωτογραφία δεν συνάδει με την επαγγελματική.

Αλλά και οι τρεις αυτές κατηγορίες δεν είναι όπως πρέπει. Ελάχιστοι φωτορεπόρτερς ξεχώρισαν και ελάχιστοι φωτογράφοι μόδας ξεχώρισαν. Υπήρξαν και πολύ «δοξασμένοι» φωτογράφοι μόδας που ενώ είχαν την δυνατότητα να ανεβάσουν τη φωτογραφία στη Ελλάδα, στην πραγματικότητα δημιούργησαν την εικόνα του νεουπλουτιστικού κιτς και τελικά την κατέστρεψαν. Ενώ μπορούσαν να δημιουργήσουν μια μέθοδο και μια δική τους «σχολή» δεν το έκαναν. Ο Κώστας Κουτάγιαρ και ο Κώστας Κορωναίος είναι παραδείγματα ανθρώπων που κατά τη γνώμη μου ξεχώρισαν.

Κατά τα άλλα, όλο το star system της δεκαετίας του ‘90 αντικατόπτριζε ένα life style μάλλον τραγικό και μια μίμηση της show biz που υπήρχε στην Ευρώπη.

© Βαγγέλης Ρασσιάς

Ναι, αλλά μέσα σε αυτό το κοινωνικό και επαγγελματικό πλαίσιο καλείται ο Έλληνας φωτογράφος να εργασθεί και τελικά να δημιουργήσει. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να κάνει κάτι διαφορετικό και να το δεχθούν οι λαμβάνοντες τις σχετικές αποφάσεις;

Φυσικά. Κι εγώ μέσα σε αυτό δούλεψα. Δεν θα δεχθεί κανείς το «διαφορετικό» ποτέ. Δέκα πέντε χρόνια φεστιβάλ κινηματογράφου, κανείς από το Μουσείο Φωτογραφίας, δεν ήρθε μία φορά να δει τι κάνω, κάθε χρόνο, φωτογραφίζοντας τους ηθοποιούς και την έκθεση που έκανα κάθε χρόνο στην Αποθήκη Γ’. Οι φωτογραφίες τυπώνονταν σε μία μέρα. Κάθε χρόνο η έκθεση ήταν διαφορετική. Έφτιαχνα ολόκληρο studio. Βρήκα έναν άνθρωπο που είχε την εταιρία «Φωτοτεχνική» και έβγαζε κυρίως λεφτά από τα μπουζούκια και ήθελε να κάνει τη χορηγία. Και μετά μπήκε και η Canon στο παιχνίδι. Το 1996, ο Μαρίνος Βέργος, μου είπε πόσα κοντάκτ και πόσες φωτογραφίες θέλεις; Όλα από εμένα free.

Υπήρχαν όμως χρήματα που επενδύονταν σε αυτό. Αυτός ο άνθρωπος είχε να επενδύσει.

Σαφώς, αλλά αυτό είναι και κάτι που έχει σχέση με το πώς το εκμεταλλεύεσαι κάθε φορά. Πώς το αξιοποιείς. Κι όταν δεν υπάρχουν, πρέπει να βρίσκεις τρόπους για να βρεις. Και να μην μένουμε σε μια παθητική «κουλτουροκατάσταση». Δεν υπάρχει «δεν έχουμε»! Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο για να έχουμε. Ήταν το μοναδικό φεστιβάλ όπου γινόταν κάτι τέτοιο – μαζί με το Φεστιβάλ της Βενετίας και των Κανών, όπου το ίδιο γινόταν με Polaroid. Το πορτρέτο κρατούσε 30 δευτερόλεπτα με ένα λεπτό. Το concept και το σκηνικό ήταν έτοιμα, και δεν άφηνα τους ηθοποιούς και καλλιτέχνες γενικότερα τον χρόνο να πέσουν στην παγίδα της ματαιοδοξίας τους και άρα και της επιτηδευμένης πόζας. Ασχολήθηκα κατά κόρον με τα πορτρέτα. Και με τη μόδα αλλά εκεί υπήρχαν διάφορες «εμπλοκές» με όλους τους «εμπλεκόμενους» σε μια παραγωγή.Ασχολήθηκα πάρα πολύ με τα φρούρια. Το 2006, μου έγινε μια μεγάλη τιμή από τον Δημήτρη Κωνστάντιο, διευθυντή του Βυζαντινού Μουσείου, και έκανα την έκθεσή μου με τα φρούρια στο Βυζαντινό Μουσείο, παρότι το μουσείο δεν κάνει εκθέσεις φωτογραφίας. Μετά πήραν την έκθεση οι Γάλλοι και την έκαναν, με δικά τους έξοδα και χορηγούς, στη Ρόδο, στην Καλαμάτα, στην Πάτρα, στην Αθήνα και στο Ναύπλιο. Κανείς από τους βουλευτές ή υπουργούς που έχω γνωρίσει δεν ήρθε ποτέ σε καμία έκθεση. Ακόμη κι αν οι φωτογραφίες αυτές δεν είχαν καλλιτεχνική αξία, είχαν σίγουρα αξία ιστορική και ήταν μια προβολή του τι έχουμε σε αυτή τη χώρα και δεν το ξέρουμε.

Έχω ασχοληθεί και με τα πλοία πολύ, με αποκορύφωμα μια πολύ ωραία έκθεση στον Ιστιοπλοϊκό όμιλο Πειραιώς, το 2010, με τίτλο «Από το Λιμάνι στο Πέλαγος». Τα πλοία ήταν μια άλλη μεγάλη μου αγάπη. Και φτιάξαμε και το μοναδικό χειροποίητο βιβλίο που έχει γίνει στην Ελλάδα.

© Βαγγέλης Ρασσιάς

Μήπως στην Ελλάδα φταίει ότι αυτοί που ασχολούνται με κάτι το βλέπουν μόνο σαν δουλειά για τα λεφτά και όχι σαν φωτογραφία για τη φωτογραφία;

Ναι, ισχύει αυτό. Σε μεγάλο ποσοστό.

Και η φωτογραφική κουλτούρα δημιουργείται εν πολλοίς μέσα από τα έντυπα. Άρα ο κύκλος είναι φαύλος!

Δεν θα υπάρξει ποτέ ένα περιοδικό σαν το Egoiste, το αγαπημένο μου περιοδικό και περιοδικό αναφοράς. Αντιγράφαμε μόνο τους άλλους. Μου έφερναν το περιοδικό και μου έλεγαν «κάνε αυτό». Επίσης έπαιζε και παίζει ρόλο τι λέει ο κάθε διαφημιζόμενος. Για να βγεις από το φαύλο κύκλο, πρέπει να απομακρυνθείς από τη χώρα. Προσπάθησα με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Από το 2010 δεν με ξαναπήραν ποτέ, γιατί ο νέος διευθυντής είχε παρεξηγηθεί μαζί μου το 1997. Δεν έκρινε αν η δουλειά μου είχε μια αξία.

© Βαγγέλης Ρασσιάς

Και τώρα;

Τώρα συνεργάζομαι με τον Γιώργο Τράγκα στο Crash. «Εμένα δεν θα μου βγάζεις σκοτεινές φωτογραφίες. Εδώ τα θέλουμε όλα φωτεινά. Να λάμπουν». Το θέμα είναι πώς εκμεταλλεύεσαι όλο αυτό που σε περιβάλλει. Γιατί με αυτό τον τρόπο, μπόρεσα και φωτογράφισα και τα μέλη της Χρυσής Αυγής και τον Αλέξη Τσίπρα επανειλημμένως.

Θα αλλάξουμε ποτέ;

Όχι!

Γιατί;

Διότι είμαστε μια υποανάπτυκτη χώρα και δεν είχαμε ποτέ αυτοκρατορία και βαριά βιομηχανία ή αυτή που είχαμε έστελνε και στέλνει τα κεφάλαιά της έξω. Η ζημιά πάντα από πάνω ξεκινάει. Από τη στιγμή που δεχόμαστε ότι έχουμε μια χώρα με «παρα-οικονομική οικονομία» άρα και «της αρπαχτής» και μια οικονομία στην οποία το μεγάλο ιδιωτικό κεφάλαιο δεν επενδύει όσα πρέπει. Και έρχονται μετά οι ξένοι και χώνουν χρήματα. Abramovic και λοιποί τέτοιοι. Ο παππούς Γιώργος Παπανδρέου, το είχε πει σαφέστατα: «Κύριοι, τα πλοία έχουν προπέλες και φεύγουν»! Αυτό γίνεται. Ακόμη και στον τουρισμό μας, έναν κατεστραμμένο μύθο αναπαράγουμε. Δεν έχουμε υποδομή σε αεροδρόμια, μαρίνες, αεροδρόμια και νοσοκομεία. Και παράλληλα με νοοτροπία κακής και ακριβής παροχής υπηρεσιών. Πώς λοιπόν απαιτούμε καλό και ακριβό τουρισμό; Υπάρχουν κι άλλα μέρη στον κόσμο που έχουν ωραία νησιά και θάλασσες, ας μην γελιόμαστε.

Η λύτρωση για τον άνθρωπο είναι η ομορφιά – και αυτή βρίσκεται στην απόλαυση. Για να υπάρχει απόλαυση πρέπει να υπάρχει ελευθερία. Στην ζωή και στην έκφραση. Και η φωτογραφία πρέπει να είναι αυτό που είναι και όχι κάτι άλλο. Και ο φωτογράφος δεν πρέπει να φαντασιώνεται άλλο από αυτό που έχει μπροστά του. Το μοντέλο, το αντικείμενο, το οτιδήποτε πρέπει να το κοιτάς χωρίς συναίσθημα, με γνώμονα μόνο αυτό που «είναι» και αυτό που πρέπει να φωτογραφηθεί.

Ο ηθοποιός για παράδειγμα, δεν μπορείς ποτέ να ξέρεις αν υποκρίνεται ή αν «είναι» αυτό που σου δείχνει. Το μόνο που μπορείς να κάνεις εσύ είναι να μην του δώσεις το χρόνο να παίξει το παιχνίδι του ναρκισσισμού. Του ναρκισσισμού του. Σε μια φωτογράφιση μόδας, σαφώς ο χρόνος έχει σημασία και βοηθάει. Σε ένα πορτρέτο, όμως, όχι. Ο άνθρωπος που φωτογραφίζεται, μπαίνει από μόνος του σε μια ναρκισσιστική διαδικασία. Δεν πρέπει να μπει στην ίδια διαδικασία και ο φωτογράφος, γιατί θα χάσει τον έλεγχο της δουλειάς του και τελικά και το αποτέλεσμα.

  • Φωτό στην κορυφή της σελίδας: © Βαγγέλης Ρασσιάς
  • 1η δημοσίευση: Photonet 159 – αποκτήστε το, με ένα κλικ εδώ!