Photonet Συνεντεύξεις

ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΖΩΡΤΖΙΝΗΣ

Φωτό: Άγγελος Τζωρτζίνης

Από το project «Η Γεωργία μετά τον πόλεμο».

Τώρα δουλεύεις ακόμη επάνω στο ίδιο project;

 Την ιστορία που δουλεύω θα ήθελα να την ονομάσω «Δεν έχω πολλά να χάσω». Το ξεκίνησα όταν κάποιος γύρισε και μου είπε «τράβα με, δεν έχω να χάσω τίποτε». Κι έτσι μου ήρθε η ιδέα να βρω ανθρώπους για τους οποίους δεν έχει αλλάξει κάτι πριν ή μετά την κρίση, θεωρούν ότι δεν έχουν κάτι να χάσουν έτσι κι αλλιώς, είναι στάση ζωής αυτό το πράγμα και περιμένουν μια αλλαγή η οποία όμως μάλλον δεν θα έρθει ποτέ. Ελπίζω να μπορέσω να φύγω και εκτός Αθηνών και να βρω κι εκεί ανάλογους ανθρώπους που ταιριάζουν σε αυτό το θέμα. Έχω κάνει αρκετά μεγάλη έρευνα. Και όταν τράβηξα τις γυναίκες που έχετε ήδη δει σε δημοσιευμένες φωτογραφίες είχα κάνει έρευνα. Συνολικά είδα δεκαπέντε γυναίκες που επειδή ήξεραν τι έκανα, δέχτηκαν να τις φωτογραφίσω. Πολλές φορές γύρναγα σπίτι και δεν αισθανόμουν καλά. Έμπαινε μέσα μου όλη αυτή η στενοχώρια και η δυσκολία της ζωής τους.

Δεν έχω καταλήξει ακόμη αν όταν κάνω ένα ρεπορτάζ και το ολοκληρώνω βοηθάω τους ανθρώπους στους οποίους αφορά ή αν βοηθάω τον εαυτό μου ή και τους δύο. Και όταν λέω «βοηθάω τον εαυτό μου» δεν αναφέρομαι στην δουλειά μου σαν φωτογράφος. Αναφέρομαι στην εσωτερική διεργασία που περνάω. Ίσως στην ουσία να βοηθάω πιο πολύ εμένα παρά αυτούς που φωτογραφίζω. Το να βοηθήσεις τους άλλους είναι πολύ δύσκολο. Γιατί δεν αλλάζει κάτι. Θα αναφέρω για παράδειγμα το τελευταίο μου project, αυτό που συμπεριλαμβάνει και τις φωτογραφίες των γυναικών που έχουν ήδη δημοσιευτεί.

Αυτή ήταν μια προσωπική μου δουλειά στην οποία φωτογράφιζα και εξακολουθώ να φωτογραφίζω αυτά που αισθάνομαι. Δουλεύω επάνω σε αυτό το θέμα τον τελευταίο ενάμισυ χρόνο. Οι εικόνες είναι τελείως προσωπικές, αυτό που λέμε «δικές μου» που μπορεί να μην αφορούν και κανέναν. Οι γυναίκες είναι ένα τμήμα μόνο της ιστορίας. Έχω πάει και στο Πέραμα και έχω φωτογραφίσει σε παρόμοιο στυλ και ατμόσφαιρα. Αυτό το project αρχικά απορρίφθηκε από τους NΥΤ. Αργότερα όμως βρέθηκε μια photo editor στο Παρίσι και προώθησε τη δουλειά μου και επιλέχθηκε τελικά σαν η καλύτερη δουλειά της χρονιάς στους NYT. Εννοείται ότι όλο αυτό σαφώς σου δίνει τεράστια ικανοποίηση. Γιατί βλέπεις μια δουλειά που ξεκίνησε μόνο με προσωπική επιλογή και διάθεση, χωρίς ανάθεση αλλά μόνο από τη δική μου περιέργεια να δω τι συμβαίνει σε εκείνα τα μέρη. Ποτέ βέβαια δεν τράβηξα εικόνες που να προσβάλουν. Ποτέ δεν τράβηξα κανέναν να κάνει χρήση ναρκωτικών. Ποτέ δεν είχα διάθεση να εκθέσω ή να ξεφτιλίσω την κατάσταση αυτών των ανθρώπων. Οι γυναίκες που φωτογράφισα ήξεραν τί κάνω και αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Το project από μόνο του τράβηξε το ενδιαφέρον της ίδιας της Leica, από την οποία μου είπαν ότι το θεωρούν το πιο δυνατό story κρίσης μέχρι τώρα.

Όλα αυτά λοιπόν για εμένα σαν φωτογράφο είναι πολύ μεγάλη χαρά και ικανοποίηση. Είναι καταπληκτικό το ότι λαμβάνω e-mails από την Αμερική ή τον Καναδά ή ένα σωρό άλλα μέρη με καλά λόγια για τη δουλειά μου, ένας μάλιστα έφτασε στο σημείο να μου πει ότι «με έκανες να ξαναφωτογραφίσω». Όλα αυτά είναι πάρα πολύ σημαντικά. Αλλά δυστυχώς για το ίδιο το θέμα δεν αλλάζει τίποτε.

Η δική μου η προσέγγιση είναι πολύ απλή. Εγώ είμαι ένας απλός φωτογράφος χωρίς χρήματα, από μια φτωχή γειτονιά στην οποία ακόμη ζω και όλο αυτό για εμένα ήταν πολύ οικείο. Άλλωστε είναι πολύ σημαντικό να μην πεις ποτέ ψέμματα μέσα από τη φωτογραφία. Αν πεις ψέμματα αμέσως θα φανεί. Πολλές φορές μάλιστα δεν φωτογράφιζα καν. Πήγαινα αλλά κάτι χάλαγε μέσα μου και δεν ήθελα και δεν φωτογράφιζα. Στους μήνες που έχει διαρκέσει αυτή η δουλειά μέχρι τώρα, υπήρξαν και φορές που μπροστά μου υπήρχαν εικόνες που στεγνά φωτογραφικά μπορεί να ήταν καλές. Καλές για το ίδιο το θέμα μου, καλές για δημοσίευση ή καλές και για τους NYT. Αλλά δεν ήταν καλές για εμένα. Ψυχολογικά.

Αυτή τη στιγμή όλοι οι φωτογράφοι που δουλεύουν εδώ καταγράφουν τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Ίσως σε δέκα ή δεκαπέντε χρόνια να φαίνονται πολύ περίεργα όλα αυτά. Ίσως σε μια δεκαετία όλα αυτά που βλέπουμε σήμερα να μην υπάρχουν ή να υπάρχουν σε πολύ μικρότερο βαθμό.

Αλλά είναι κρίμα που δεν υπάρχει στην Ελλάδα μια οργάνωση όπως υπήρξε στην Αμερική του ’40 και του ’50 που πήρε τους φωτογράφους όπως ο W. Evans και η D. Lange και τους έδωσε κάποια χρήματα για να καταγράψουν την κρίση όπως τη βλέπετε εσείς. Ο σκοπός ήταν να μείνει καταγεγραμμένη ιστορικά εκείνη η εποχή.

Και σε σχέση με τους ξένους φωτογράφους οι Έλληνες πρέπει να τρέχουν με 100% ενώ για την αντίστοιχη δουλειά ένας ξένος φωτογράφος μπορεί να δουλεύει στο 50% ή και 40% καμιά φορά και στο τέλος θα τη βρει την άκρη του. Από την άλλη όταν επιτυγχάνεις τελικά κάτι, νιώθεις πολύ δυνατός για να συνεχίσεις. Αισθάνεσαι ότι υπάρχει Θεός. Παίρνεις μια ανάσα.

Φωτό: Άγγελος Τζωρτζίνης

Από το project «Τίποτα να χάσω».

 1Η ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: PHOTONET 172
 






Aρθρογράφος

Χριστίνα Καλλιγιάννη

Συνεργάτης του Photonet επί μακρά σειρά ετών. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αμέσως μετά φωτογραφία στην E.S.P. Το 2002 ξεκίνησε να εργάζεται ως επαγγελματίας φωτογράφος, με μακροχρόνιες συνεργασίες με τα περιοδικά “ΓΕΩτρόπιο” της “Ελευθεροτυπίας”, "Κ" και "Ταξίδια" της “Καθημερινής”, στα πλαίσια του ταξιδιωτικού και του ελεύθερου ρεπορτάζ. Για αρκετά χρόνια λειτουργούσε το δικό της φωτογραφικό στούντιο, το STUDIO 18.12, με βασικά αντικείμενα τη φωτογράφιση πορτρέτου, προσωπικού, επαγγελματικού, οικογενειακού και μόδας. Από το 2016 μέχρι το 2018 συμμετείχε στην διοργάνωση του Μεσογειακού Φεστιβάλ Φωτογραφίας / Medphoto Festival, έχοντας αναλάβει το Γενικό Συντονισμό της οργάνωσης του Φεστιβάλ. Σήμερα εξακολουθεί να φωτογραφίζει, με ιδιαίτερη αγάπη στα πορτρέτα και τους εσωτερικούς χώρους. Παράλληλα, είναι υπεύθυνη για το Γενικό Συντονισμό του Αthens Photo World, ενώ κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα, με τίτλο "Στιγμές Παράλληλες" (εκδόσεις Χάρτινη Πόλη).