Οι φίλοι μου γνωρίζουν τη στενή μου σχέση με τη φωτογραφία. Παρά την πολύ τακτική δημοσίευση, εδώ και αλλού, ουδέτερων θεμάτων, τοπίων, μνημείων, αρχιτεκτονημάτων, φύσης, γενικά “ανώδυνης” φωτογραφίας, στην πραγματικότητα η ανθρωπιστική φωτογραφία, συχνά μη δημοσιεύσιμη, είναι η μεγάλη μου αγάπη. Ένα τεράστιο αρχείο δεκαετιών στο συρτάρι.
Το φωτογραφικό περιοδικό Photonet, το οποίο παρακολουθώ από την αρχή του ταξιδιού του εδώ και είκοσι τόσα χρόνια, μου έχει κάνει μερικά ανεκτίμητα δώρα. Πρώτα και πριν από όλα, τη γνωριμία μου με το Μενέλαο Μελετζή και τον Κωνσταντίνο Φλώρο, ψυχή και κινητήριες δυνάμεις της προσπάθειας στην εκδοτική ζούγκλα που δραστηριοποιούνται.
Πριν αρκετά χρόνια, μία παρουσίαση ενός πολύ σημαντικού φωτογραφικού βιβλίου, σχετικά με την έκδοση του πολύτιμου αρχείου της φωτογράφου Βούλας Παπαϊωάννου από το Μουσείο Μπενάκη (στο οποίο είχε περιέλθει το τεράστιας ιστορικής σημασίας αρχείο της κατόπιν επιθυμίας της) μέσα από τις σελίδες του περιοδικού, με έφερε στο βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκη, προκειμένου να το ψάξω λίγο πριν το αγοράσω – η τιμή ήταν υπέρογκη. Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο και φτάνοντας στη σελίδα 132, είχα παγώσει, ανατριχιάσει, συγκλονιστεί! Έβλεπα τον πατέρα μου, Πολύβιο Παναγιωτίδη, σε κοντινή λήψη στο στρατόπεδο Γουδή, οκλαδόν να τρώει ένα κολατσιό με άλλους δύο συναδέλφους του, αμέσως μετά την επιστράτευση και λίγο πριν μεταφερθούν στα σύνορα.
Ο πόλεμος είχε μόλις ξεσπάσει.
Φυσικά είχα αγοράσει το βιβλίο. Παραμένει το ακριβότερο, μεγαλύτερο και βαρύτερο βιβλίο της βιβλιοθήκης μου (κατάλληλο και για όργανο γυμναστικής). Είχα ενημερώσει αμέσως τους φίλους μου στο περιοδικό (μου είχαν κάνει και την τιμή μερικών άρθρων κειμένου και φωτογραφιών σε ειδικά αφιερώματα) για το πολύτιμο εύρημά μου, το οποίο είχε γίνει διπλό, γιατί βρήκα τον πατέρα μου σε ακόμη μία φωτογραφία, στην ουρά με πολιτικά, περιμένοντας την εγγραφή στη στρατολόγηση.
Οι καλοί μου φίλοι, με μεγάλη χαρά, είχαν δημοσιεύσει την ιστοριούλα μου, την οποία είχα παρουσιάσει εδώ πριν μερικά χρόνια, με τις αντίστοιχες φωτογραφίες από το λεύκωμα της Βούλας Παπαϊωάννου.
Πριν τρεις ημέρες, στο τακτικό Νewsletter του περιοδικού, είδα στα περιεχόμενα ένα επίκαιρο θέμα: 70 φωτογραφίες του Πολεμικού Μουσείου με θέμα το Έπος του ’40. Τις είδα με μεγάλη προσοχή, μία προς μία. Σκεφτόμουν: «λες να; Μπα, δεν!». Κι όμως! Καθότι φυσιογνωμιστής, δεν άργησα να εντοπίσω τον Πολύβιο Παναγιωτίδη στην πίσω σειρά μίας πολυπρόσωπης φωτογραφίας των στρατιωτών μας στην Αλβανία, προφανώς σε κάποια διακοπή των εχθροπραξιών.
Σας παρουσιάζω τη φωτογραφία του Πολεμικού Μουσείου, καθώς και μερικές -πρώτη φορά παρουσιασμένες- φωτογραφίες του πατέρα μου, λοχία του Πυροβολικού, μαχητή της πρώτης γραμμής, για να καταδειχθούν και οι φυσιογνωμικές λεπτομέρειες που με βοήθησαν στον εντοπισμό. Είναι φωτογραφίες που τραβήχτηκαν στην Κορυτσά, μετά τη νικηφόρο είσοδο του Ελληνικού Στρατού. Μαζί του και ο στενός του φίλος από το Παγκράτι, Παναγιώτης Σιμόπουλος. Ήταν αδελφός του φιλολόγου Ευθύμιου Σιμόπουλου, ιδρυτή και Διευθυντή του Εκπαιδευτηρίου «Βυζάντιον» στο Παγκράτι, το οποίο φυσικά έγινε το σχολείο μου. Με τον Παναγιώτη Σιμόπουλο να διατηρεί τη φιλία του με τον συμπολεμιστή Πολύβιο στα χρόνια μέχρι τον πρόωρο θάνατο του τελευταίου.
- Σημείωση πρώτη: Στις φωτογραφίες κανένας δεν χαμογελά. Ο πόλεμος είναι σκληρό πράγμα.
- Σημείωση δεύτερη: Στη φωτογραφία όπου ο Πολύβιος Παναγιωτίδης είναι μόνος του μπροστά από ένα πολεμικό μνημείο στην Κορυτσά, εάν κοιτάξετε προσεκτικά, φορά σπιρούνια στις μπότες. Ως υπαξιωματικός είχε ένα μουλάρι για τις μετακινήσεις στα χιόνια του μετώπου. Ένα μουλάρι τυφλό!
Μία από τις λίγες διηγήσεις -ο θάνατος ήρθε νωρίς για να μάθαινα περισσότερες- που μου έχουν μείνει ανεξίτηλες στη μνήμη, ήταν η ιστορία σε νυχτερινή προέλαση της ομάδας που ηγείτο μέσα σε λασπωμένο τοπίο, όπου το μουλάρι στήλωσε πόδια κάποια στιγμή και αρνιόταν πεισματικά να προχωρήσει. Αναγκαστική στρατοπέδευση. Το πρωί ανακαλύπτουν ότι είχαν σταματήσει στο φρύδι ενός γκρεμού. Το ένστικτο του τυφλού ζώου έσωσε ζωές…