Εκθέσεις φωτογραφίας Νέα

PETER LINDBERGH: “ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΕΙΧΑ – ΝΑ ΓΙΝΩ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ”

Η έκθεση διαρκεί ως τις 25 Απριλίου 2016.

Με αφορμή την έκθεση εικόνων του η οποία εγκαινιάζεται σήμερα στην γκαλερί Gagosian της Αθήνας, ο Peter Lindbergh, έδωσε μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη στην εφημερίδα Lifo.

Ας δούμε τι δήλωσε στην Ματίνα Καλτάκη:

Peter-Lindbergh-by-Stefan-Rappo

Ο Peter Lindbergh φωτογραφίζεται από τον Stefan Rappo.

Oι πιο ισχυρές αναφορές του καλλιτέχνη συνδέονται με την παιδική του ηλικία. Γεννηθήκατε, μεγαλώσατε και σπουδάσατε στη Γερμανία (και στη Γαλλία), είστε γαλουχημένος με την ευρωπαϊκή κουλτούρα – στην οποία ακόμη και σήμερα οι τέχνες έχουν μεγάλο ειδικό βάρος. Είναι «ευρωπαϊκός» ο τρόπος που βλέπετε και στέκεστε πίσω από την κάμερα; Παρατηρώντας τις φωτογραφίες σας, διακρίνω επιρροές από τις ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού, το γαλλικό Νέο Κύμα, τις ασπρόμαυρες ταινίες του Μπέργκμαν.

Μεγάλωσα σε μια βιομηχανική περιοχή της μεταπολεμικής Γερμανίας, σ’ ένα περιβάλλον που καμία σχέση δεν είχε με τέχνες και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα. Η επιρροή του βιομηχανικού περιβάλλοντος υπήρξε καθοριστική στο βλέμμα μου και με οδηγεί ακόμη σήμερα. Νομίζω ότι διαφυλάσσοντας αυτές τις πρώτες εντυπώσεις ζωντανές μέσα σου βρίσκεις πιο εύκολα την ταυτότητά σου σε ό,τι κάνεις. Στην περίπτωσή μου θα έλεγα ότι οι επιρροές είναι μάλλον «τοπικές» παρά ευρωπαϊκές. Η ιδέα που έχω για την ομορφιά, και για τις γυναίκες, δεν μπορεί παρά να είναι πολύ διαφορετική απ’ αυτήν κάποιου που μεγάλωσε λ.χ. στη Βενετία. Αργότερα, στα δεκαεννιά μου, όταν εγκαταστάθηκα στο Βερολίνο, ήρθα σε επαφή με διαφορετικές μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης και άρχισα να βλέπω διαφορετικά. Ένας καινούργιος κόσμος ανοίχτηκε ξαφνικά μπροστά στα μάτια του νεαρού που ήμουν τότε, που ήθελε να μάθει τα πάντα. Ταινίες όπως η Μetropolis του Φριτς Λανγκ ή ο Γαλάζιος Άγγελος του Τζόζεφ φον Στέρνμπεργκ με τη Μάρλεν Ντίτριχ, το Βερολίνο του Μεσοπολέμου, το θέατρο του Μπρεχτ και η μουσική του Κουρτ Βάιλ έγραψαν μέσα μου. Το ίδιο και ζωγράφοι όπως ο Μαξ Μπέκμαν, ο Ότο Ντιξ, ο Γκέοργκ Γκρος και ο Κίρχνερ, ο Κουρτ Σβίτερς και το κίνημα του Νταντά, ο εξπρεσιονιστικός χορός της Βαλέσκα Γκερτ. Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου, και αργότερα, έντονη υπήρξε η επίδραση του μεταπολεμικού ιταλικού νεορεαλισμού: το Μάμα Ρόμα του Παζολίνι, το 81/2 και το Λα Στράντα του Φελίνι, το Οssessione (Διαβολικοί Εραστές) του Βισκόντι και πολλές άλλες. Οι ταινίες του Βιμ Βέντερς, επίσης, με ενέπνευσαν πάρα πολύ. Μεγαλώσαμε στην ίδια περιοχή, σε απόσταση 30 μιλίων ο ένας από τον άλλον, και αργότερα γίναμε πολύ στενοί φίλοι. Άρα, ναι, ο τρόπος που βλέπω και φωτογραφίζω είναι κατεξοχήν ευρωπαϊκός.

 Peter Lindbergh

Amber Valletta, Νέα Υόρκη, 1993 © Peter Lindbergh, Courtesy Gagosian Gallery

Ήταν δύσκολη η απόφαση να σπουδάσετε στη Σχολή Καλών Τεχνών; Ποιοι ήταν οι πιο σημαντικοί σταθμοί στη θεαματική σας πορεία;

Όχι. Έπειτα από έναν χρόνο στο Βερολίνο μόνο μία επιθυμία είχα: να γίνω καλλιτέχνης. Άρχισα να παρακολουθώ βραδινά τμήματα στην Ακαδημία των Τεχνών γιατί δεν είχα χρήματα κι έπρεπε να δουλεύω το πρωί, αλλά σχετικά γρήγορα άλλαξα γνώμη και πήγα με οτοστόπ στην Αρλ, στη Νότια Γαλλία, εκεί όπου ο Βίνσεντ βαν Γκογκ (που θαύμαζα πολύ) έζησε και δούλεψε. Έπειτα από οκτώ μήνες στην Αρλ αποφάσισα να ταξιδέψω και για δύο χρόνια γύρισα τη Νότια Γαλλία, την Ισπανία, τη Βόρεια Αφρική. Μόνο μετά την επιστροφή μου πήγα σε σχολή Καλών Τεχνών, στο Κρέφελντ (στο Ντίσελντορφ), για να σπουδάσω αυτό που τότε χαρακτηριζόταν «ελεύθερη ζωγραφική». Μετά το τέλος των σπουδών μου ήμουν πολύ επηρεασμένος από την εννοιολογική τέχνη, από τις γοητευτικές ιδέες δημιουργών όπως ο Τζόζεφ Κόσουτ και ο Λόρενς Γουάινερ. Ήταν μια κρίσιμη στιγμή στην –έως τότε διόλου θεαματική– ζωή μου. Αισθάνθηκα ότι απομακρυνόμουν ολοένα και περισσότερο από τη δική μου, προσωπική ταυτότητα και προτίμησα να σταματήσω ό,τι έκανα ως καλλιτέχνης και να σκεφτώ πώς ήθελα να συνεχίσω. Οι οκτώ μήνες που ακολούθησαν ήταν η πιο δύσκολη περίοδος που πέρασα στη ζωή μου. Ώσπου κάποιος μου πρότεινε να δουλέψω ως βοηθός φωτογράφου. Καθώς βρισκόμουν σε φάση που αναζητούσα τον δρόμο μου, δέχτηκα.

Peter Lindbergh

Milla Jovovich, Παρίσι, 1998 © Peter Lindbergh, Courtesy Gagosian Gallery

Πολλές φωτογραφίες σας, ειδικά τα πορτρέτα σας, συλλαμβάνουν μια σκιά στα μάτια του πρόσωπου, ένα ίχνος θλίψης. Πρόκειται για ψυχολογικής τάξης στοιχεία που εντοπίζετε στα πρόσωπα που φωτογραφίζετε ή είναι ένα δικό σας χαρακτηριστικό, μια ικανότητά σας να κοιτάτε βαθιά μέσα στο θέμα σας, ανακαλύπτοντας ακόμη και κρυμμένα στοιχεία του;

Νομίζω ότι καθένας από μας είναι πιο κοντά στον εαυτό του, σε αυτό που πραγματικά είναι, όταν εκτίθεται σ’ ένα αίσθημα μελαγχολίας. Κάτι ποιητικό συμβαίνει τότε. Οι άνθρωποι, οι γυναίκες εν προκειμένω, όταν σταματούν να αυτο-ελέγχονται, αποκαλύπτουν βαθύτερα συναισθήματα, μια διαφορετική αίσθηση στον άνθρωπο που κρατά την κάμερα μπροστά τους. Τον «χώρο» μεταξύ του φωτογράφου και του θέματός του, αυτό είναι που φωτογραφίζεις. Δεν μ’ ενδιαφέρει το εξωτερικό σχήμα, η δομή των οστών, η αρχιτεκτονική του προσώπου, όταν φωτογραφίζω, αλλά κάτι το αόρατο, που αφορά εσωτερικές, ψυχολογικές ποιότητες του θέματος που μπορώ να αποτυπώσω, εφόσον αυτή/αυτός που είναι το θέμα μου θέλει να μου ανοιχτεί και να μου τις δώσει. Πρέπει να υπερασπίσω τον εαυτό μου, πάντως, σχετικά με τη «θλίψη» που βλέπετε στις φωτογραφίες μου. Κανένας απ’ όσους έχω φωτογραφίσει δεν φαίνεται λυπημένος. (Χαμογελώ και δεν είμαι σίγουρος…)

Υπάρχει μια ηθική/πολιτική διάσταση στη σχέση αγοράς και τέχνης. Δεν είναι ενοχλητική η ευκολία με την οποία η αγορά απορροφά και εκμεταλλεύεται το καλλιτεχνικό έργο; Πόσο εύκολη και ελεύθερη είναι η συνθήκη για τον καλλιτέχνη που ασχολείται με τη φωτογραφία μόδας;

Η συζήτηση, που δεν τελειώνει ποτέ, για το αν οι εφαρμοσμένες τέχνες αποτελούν όντως «τέχνες» ή όχι είναι χωρίς νόημα. Αν η αγορά τέχνης λειτουργεί ως απαιτητικός πελάτης, πώς θα μπορούσε αυτό να σημαίνει το τέλος της τέχνης; Ομοίως, δεν έχει σημασία το ερώτημα αν μια φωτογραφία μπορεί να αντιμετωπιστεί ως έργο τέχνης. Η ποιότητα και η δύναμη μιας φωτογραφίας δεν αλλάζει, είτε φέρει τον προσδιορισμό «καλλιτεχνική» είτε όχι. Δεν είναι η «ταμπέλα» που κάνει μια φωτογραφία ενδιαφέρουσα, αυθεντική, συγκινητική ή ό,τι άλλο…

Peter Lindbergh

Kristen McMenamy Pirelli, El Mirage, California, 1996 © Peter Lindbergh, Courtesy Gagosian Gallery

Ποια ήταν τα πιο ενδιαφέροντα χρόνια στην πορεία σας; Κοιτάζω τις φωτογραφίες σας από τη «χρυσή εποχή» των σούπερ μοντέλων (τέλος της δεκαετίας του ’80, ’90s) που έγραψαν ιστορία στην ποπ κουλτούρα της γενιάς μου και αναρωτιέμαι: μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ το 2008, μπορούμε να πούμε ότι τα ’90s ήταν η εποχή της μεγάλης ματαιοδοξίας και μιας απίστευτης σπατάλης χρημάτων και σκέψης σε πράγματα και αξίες χωρίς σημασία;

Τα πιο συναρπαστικά χρόνια είναι αυτά που ζούμε τώρα. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ωστόσο, τα μοντέλα που αργότερα ονομάστηκαν σούπερ μόντελ σήμαναν για μένα μια δυνατότητα, κάτι διαφορετικό σε σχέση με τον τρόπο που παρουσιάζονταν ως τότε οι γυναίκες στα περιοδικά μόδας, που συνήθως επιδείκνυαν το κοινωνικό/οικονομικό στάτους τους, χωρίς την παραμικρή ευαισθησία. Γι’ αυτό και αναζήτησα γυναίκες που να μπορούν να μιλούν για τον εαυτό τους, χωρίς να χρειάζονται πλούσιους συζύγους για να το κάνουν. Προσπαθώντας να πείσω τον κ. Λίμπερμαν της Conde Nast για το πώς φανταζόμουν τη «νέα γυναίκα», οδηγήθηκα στις φωτογραφίες των μοντέλων με τα λευκά πουκάμισα για την αμερικανική «Vogue» (για την οποία είχα αρνηθεί να δουλέψω πριν). Όταν έδειξα, ωστόσο, τις φωτογραφίες στον κ. Λίμπερμαν και στην Γκρέις Μιραμπέλα, τότε editοr στη «Vogue», δεν είπαν κουβέντα και αρνήθηκαν τις φωτογραφίες. Τέσσερα χρόνια μετά, το 1992, στην έκδoση για τα 100 χρόνια της «Vogue», η Άννα Γουίντουρ χαρακτήρισε τη φωτογραφία την πιο σημαντική της δεκαετίας. Θα μπορούσα να σας πω πολλά για τα ’90s, αλλά ας σταματήσω εδώ.

Φωτό στην κορυφή της σελίδας: Monica Bellucci, Παρίσι, 1999 © Peter Lindbergh, Courtesy Gagosian Gallery

Διαβάστε τη συνέχεια της συνέντευξης εδώ