Photo History

ΒΟΥΛΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ – ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΡΙΣΙΑΔΗΣ 1940-1960: ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Δυο κορυφαίοι Έλληνες δημιουργοί αποκαλύπτονται.

Το βλέμμα δύο κορυφαίων φωτογράφων του 20ου αιώνα στις ταραγμένες εποχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της ανασυγκρότησης στην Ελλάδα, παρουσιάστηκε στην έκθεση Πορτραίτα Ιστορίας που συνδιοργάνωσε το 2017 το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης με τα Φωτογραφικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη.

Με αφορμή την έκθεση, οι επιμελητές της Αλεξάνδρα Μόσχοβη και Μανώλης Σκούφιας, σκιαγραφούν τα προφίλ δύο δημιουργών που έχουν αφήσει ανεξίτηλο στίγμα στην ιστορία του μέσου στη χώρα μας:

Η Βούλα Παπαϊωάννου και ο Δημήτρης Χαρισιάδης, σχεδόν αυτοδίδακτοι στη φωτογραφία, ωριμάζουν δημιουργικά κατά την εικοσαετία 1940-1960. Οι φωτογραφίες τους από τον πόλεμο και την περίοδο της ανασυγκρότησης αποτελούν κατεξοχήν δείγματα του φωτογραφικού μοντερνισμού στην Ελλάδα, όπως αυτός εκφράστηκε μέσα από δύο κυρίαρχες κατευθύνσεις: την ανάδειξη της «καθαρής» (ή «ανόθευτης» κατά τον Χαρισιάδη) φωτογραφίας, αλλά και την ανάπτυξη ενός νέου είδους ανθρωπιστικής φωτογραφίας κοινωνικής καταγραφής. Αμφότεροι ιδρυτικά μέλη της Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρείας (1952), χωρίς να απομακρύνονται πλήρως από τις αρχαιολογικές, λαογραφικές εμφάσεις και τον εν γένει συντηρητισμό της, καταφέρνουν να αναπτύξουν ένα ιδιαίτερο βλέμμα στο επαγγελματικό και προσωπικό τους έργο. H επαγγελματική τους δραστηριότητα στη μεταπολεμική περίοδο αποτελείται κατά βάση από αναθέσεις: αρχικά από διεθνείς οργανισμούς αρωγής και κατόπιν από εγχώριους κρατικούς οργανισμούς. Το προσωπικό τους έργο, όπως αυτό προβάλλεται σε εκδόσεις και εκθέσεις της εποχής, επικεντρώνεται σε οιονεί σημεία ελληνικότητας: το εθνικό τοπίο, έθιμα και παραδόσεις, η ζωή στην ύπαιθρο, το ελληνικό πνεύμα.

Χρονικά, η έκθεση ξεκινά με φωτογραφίες από το Αλβανικό Μέτωπο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Η Παπαϊωάννου χρησιμοποιεί τη δραματουργία του «ανθρώπινου ντοκουμέντου», είδος φωτογραφίας καταγραφής που εμφανίστηκε στην Αμερική τη δεκαετία του 1930, για να αποδώσει την τραγικότητα στο βλέμμα της μάνας που αποχωρίζεται τον γιο στην επιστράτευση, την καρτερικότητα αυτών που συνωστίζονται στα υπαίθρια συσσίτια, την απόγνωση των λιμοκτονούντων τον χειμώνα του 1941-42. Από τις πρώτες φωτογραφίες του στο Αλβανικό Μέτωπο, ο Χαρισιάδης διατηρεί μια εξίσου άμεση αλλά πιο αποστασιοποιημένη προσέγγιση. Οι εικόνες του από το Ι.Κ.Α. Πειραιώς, για παράδειγμα, θυμίζουν ανθρωπομετρικές φωτογραφίες του προηγούμενου αιώνα, παρουσιάζοντας τους ‘οιδηματίες’ γυμνούς χωρίς συνθετική ή σκηνοθετική επιτήδευση.

Δημήτρης Χαρισιάδης: Σίφνος, Μάιος 1956.

Η αισθητική στροφή στο βλέμμα των δύο φωτογράφων γίνεται απτή στον κορμό της έκθεσης που εστιάζει στην ερμηνεία της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης της χώρας. Ως φωτογράφος της UNRRA (United Nations Relief and Rehabilitation Administration), η Παπαϊωάννου θα καταγράψει όλες τις δράσεις του οργανισμού, από τις πρώτες αποστολές των προμηθειών, τη διακίνηση τροφίμων και ρουχισμού στις πόλεις και στην επαρχία, έως την εκπαίδευση του πληθυσμού σε νέες τεχνολογίες. Ταυτόχρονα, εικονογραφεί τη δραματική διάσταση του Εμφυλίου και της δύσκολης διαβίωσης στην ελληνική επαρχία: τα καμένα χωριά, τις βομβαρδισμένες υποδομές, τις μαυροφορεμένες γυναίκες, τα ρακένδυτα παιδιά στα υπαίθρια σχολεία. Αντίθετα, κατ’ ανάθεση του Υπουργείου Ανασυγκρότησης και διεθνών αποστολών, οι φωτογραφίες του νεοσύστατου δημοσιογραφικού πρακτορείου «Δ. Α. Χαρισιάδη» σκιαγραφούν την εικόνα μιας χώρας που μοιάζει να αναγεννιέται μέσα από τις στάχτες της: βιομηχανικά κτήρια και κατασκευές δεσπόζουν στο τοπίο και χαρωποί εργάτες χειρίζονται μηχανήματα τελευταίας τεχνολογίας στα νέα εργοστάσια. Οι επαγγελματικές αναθέσεις των δύο φωτογράφων επέβαλαν ένα σαφές πλαίσιο αναφοράς το οποίο καθόριζε, όχι μόνο την οπτική ερμηνεία των γεγονότων, αλλά και την ίδια τη φωτογραφική πρακτική μετατοπίζοντας το βάρος από την «ανόθευτη» φωτογραφία σε μια ενορχηστρωμένη φωτογραφία καταγραφής.

Ωστόσο, την ίδια περίοδο, οι φωτογράφοι δημιούργησαν σημαντικό προσωπικό έργο στο περιθώριο των προαναφερόμενων αναθέσεων. Τα λευκώματα της Παπαϊωάννου Hellas (1949), La Grèce à ciel ouvert (1952) και Iles Grecques (1956) συνδυάζουν τη φωτογραφική απεικόνιση της αρχαίας και μεσαιωνικής κληρονομιάς με απόψεις της μεταπολεμικής Ελλάδας, που η φωτογράφος απαθανάτισε κατά την εντεταλμένη περιοδεία της στην επαρχία. Παράλληλα, με τις επαγγελματικές του αποστολές στην επικράτεια και ακολουθώντας το ευφορικό συναίσθημα της μεταπολεμικής ανθρωπιστικής φωτογραφίας, ο Χαρισιάδης σκιαγράφησε σε δεξιοτεχνικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες μια ρομαντική προ-βιομηχανική όψη της χώρας στα βουκολικά τοπία, στην τοπική αρχιτεκτονική, στα παραδοσιακά επαγγέλματα.

Οι σχέσεις που αναπόφευκτα αναπτύσσονται με την παραβολή των φωτογραφιών στην παρούσα έκθεση αναδεικνύουν, όχι μόνο τις διαφορετικές ερμηνείες της Ιστορίας, αλλά και τα μορφολογικά και οντολογικά στοιχεία που συνθέτουν τον μοντερνιστικό κανόνα στην ελληνική φωτογραφία στα μέσα του εικοστού αιώνα. Παρότι οι αντιλήψεις περί ρεαλιστικής απεικόνισης, εξιδανίκευσης και αληθοφάνειας είναι πολύ διαφορετικές σήμερα, ο τρόπος με τον οποίο οι δύο φωτογράφοι απεικόνισαν την κρίση και την ανασυγκρότηση μπορεί να προσφέρει ένα σημείο αναστοχασμού για τη σύγχρονη ελληνική φωτογραφία.

Φωτό στην κορυφή της σελίδας: Βούλα Παπαϊωάννου – Καθρέφτης στην αυλή σχολείου, 1946