Η έκθεση φιλοξενείται στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών και τα εκθέματά της περιλαμβάνουν 100 συνολικά φωτογραφίες από 46 φωτογράφους. Είχε προηγηθεί τον περασμένο Μάιο στο Κέντρο Δελφών, σεμινάριο με θέμα «Η ιερότητα ως περιεχόμενο της φωτογραφίας και του κινηματογράφου» όπου δίδαξε ο φωτογράφος –συγγραφέας Πλάτων Ριβέλλης, που έχει και την επιμέλεια της έκθεσης.
Συμμετείχαν λάτρεις της φωτογραφίας από όλη την Ελλάδα, επαγγελματίες και ερασιτέχνες, που προσπάθησαν να αποδώσουν με το φωτογραφικό φακό τους την έννοια της Ιερότητας. Από το σεμινάριο αυτό προέκυψε ένα αξιόλογο υλικό, το οποίο συμπεριλαμβάνεται στα έργα που παρουσιάζονται στη συγκεκριμένη έκθεση φωτογραφίας.
Ο Πλάτων Ριβέλλης σημειώνει σχετικά:
Οι τέχνες γεννήθηκαν από τις θρησκείες. Η διάσταση, επομένως, της ιερότητας τις συνοδεύει ακόμα και σήμερα που η γονική σχέση θρησκείας και τέχνης τείνει να λησμονηθεί και που ελάχιστοι καλλιτέχνες συνειδητά συνεχίζουν τη δημιουργία τους πιστεύοντας ότι το κάνουν «προς μεγίστην του Θεού δόξαν». Είναι (ευτυχώς) δύσκολο να ορισθεί αυτή η διάσταση της ιερότητας, αλλά δεν θα είμασταν πολύ μακριά από την αλήθεια, αν λέγαμε ότι είναι μια διάσταση που υπερβαίνει το φυσικό, το υπαρκτό, το υλικό, το εφήμερο, το χρονικά περιορισμένο. Και κυρίως είναι η διάσταση ενός μυστηρίου. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά όμως είναι παράλληλα και χαρακτηριστικά της τέχνης. Κατά συνέπεια κάθε σημαντικό έργο τέχνης λογικά πρέπει να εμπεριέχει μια διάσταση ιερότητας. Είναι επομένως χρήσιμο να διερευνήσει κανείς αυτή τη διάσταση, όχι βέβαια για να επιδιώξει να την ενσωματώσει στη δημιουργία του, αφού τότε θα κατέρρεε η διάσταση του μυστηρίου, αλλά για να ασκηθεί να τη διακρίνει, έτσι ώστε να εξοικειωθεί με την υπόγεια παρουσία της. Αυτό ήταν και το περιεχόμενο του σεμιναρίου στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών τον Μάιο του 2017.
Κάτι άλλο που συνδέει τη θρησκεία με την τέχνη είναι το «άχρηστο» της παρουσίας τους. Και με τη λέξη αυτή εννοείται προφανώς η απουσία ορατού, συγκεκριμένου, χρήσιμου -κατά την τρέχουσα έννοια- στόχου. Η ανταπόδοση στην περίπτωση τους είναι πνευματική, άρα άυλη. Θα μπορούσε επομένως να ισχυριστεί κανείς ότι όταν ένα έργο παράγεται με κυρίαρχη επιθυμία την επίτευξη ενός συγκεκριμένου στόχου, είναι μάλλον αδύνατον να ανιχνευθεί οποιοδήποτε ποσοστό ιερότητας. Ο στόχος απορροφά τότε το μυστήριο. Ακραία τέτοια παραδείγματα θα μπορούσαν να είναι η διαφημιστική φωτογραφία ή η στρατιωτική μουσική, ή το αστυνομικό μυθιστόρημα, ή οι μουσικοχορευτικές ταινίες.
Θα ήταν χρήσιμο, για να αντιληφθεί κανείς το εύρος του όρου της ιερότητας, να ξεφύγουμε για λίγο από τα καθαυτά έργα των ανθρώπων και να περάσουμε στην ίδια τη φύση που γίνεται έργο του ανθρώπου μέσω των επιλογών του. Η επιλογή των χώρων όπου οι αρχαίοι πρόγονοί μας έκτιζαν τους ιερούς τους χώρους, και κορυφαίο παράδειγμα αποτελεί το Δελφικό τοπίο μέσα στο οποίο επιλέξαμε τη διεξαγωγή του σεμιναρίου και της έκθεσης, δείχνει τη σημασία που έδιναν σε αυτό το -εν τέλει από μόνο του ιερό- περιβάλλον, αφού είχαν αντιληφθεί ότι υπάρχουν ακόμα και στη φύση τοπία που περικλείουν μεγαλύτερο μυστήριο και ένταση από άλλα, με συνέπεια να συμβάλλουν στην απογείωση και την ανάταση. Ακόμα όμως και το Μουσείο των Δελφών μπορεί να μας διαφωτίσει, δεδομένου ότι μια απλή σύγκριση ανάμεσα στα αρχαϊκά και τα ελληνιστικά αγάλματα αρκεί για να φανεί ότι τα πρώτα, άσχετα από οποιαδήποτε καλλιτεχνική κρίση, είναι φορείς ιερότητας, την οποία τα δεύτερα χάνουν προς όφελος μιας πιο αληθοφανούς απεικόνισης.
Θα ήταν ενδιαφέρουσα, επίσης, μια φανταστική απόπειρα να εικονογραφήσει κανείς μια εκκλησία με σύγχρονη ζωγραφική ή ακόμα και με φωτογραφίες και να συνοδεύσει τις λειτουργικές ακολουθίες με μουσική που να μην είναι βυζαντινή ή μεσαιωνική. Αυτό το τελευταίο οι εκκλησίες των λεγόμενων δυτικών δογμάτων το επιχείρησαν, αλλά απέτυχαν διότι έβαλαν για στόχο την επικοινωνία με το εκκλησίασμα με αποτέλεσμα να καταλήξουν σε λαϊκιστικά άσματα στερούμενα κάθε ιερότητας. Αν όμως επιχειρούσαμε να βάλουμε στη θέση των εικόνων φωτογραφίες, θα διαπιστώναμε την κρισιμότητα των επιλογών μας αν σκεφτόμασταν ότι σε έναν χώρο προσευχής και περισυλλογής οι φωτογραφίες πρέπει να οδηγούν σε απογείωση (μέσω της αφαίρεσης) και όχι σε προσγείωση (μέσω της αποτύπωσης). Η αληθοφάνεια της φωτογραφικής απεικόνισης δυσχεραίνει την ανίχνευση της ιερότητας. Και φυσικά το θέμα δεν μπορεί εν προκειμένω να παίζει ρόλο, ή μάλλον θα παίζει συνήθως αρνητικό ρόλο. Στην παραδοσιακή αγιογράφηση το θέμα εξασφαλίζει την ιερότητα (σκηνές του Ευαγγελίου). Ενίοτε η εξασφάλιση βασίζεται παράλληλα και στη μορφή (βυζαντινή τεχνοτροπία). Η φωτογράφιση όμως ενός εσταυρωμένου Χριστού δεν αναδεικνύει ιερότητα περισσότερο από ένα φωτογραφημένο γυμνό σώμα, το οποίο μπορεί πολύ καλύτερα να συνοδεύσει την προσευχή, αρκεί να έχει φωτογραφηθεί έτσι ώστε να περικλείει το μυστήριο και την ιερότητα.
Όλα τα παραπάνω (και άλλα πολλά), που συζητήθηκαν στη διάρκεια του σεμιναρίου με όσους συμμετείχαν σε αυτό (άνθρωποι που αγαπούν τη φωτογραφία και ασχολούνται με πάθος με αυτήν), δεν είχαν ως απώτερο στόχο να συνδεθεί η φωτογραφία με τις θρησκείες από τις οποίες εμμέσως γεννήθηκε, ούτε να οδηγηθούμε σε παραγωγή «ιερών» φωτογραφιών. Άλλωστε, η απόπειρα παραγωγής ιερών φωτογραφιών θα κατέληγε στη μη ιερότητα, αφού θα υπηρετούσε έναν συγκεκριμένο στόχο. Θα ήταν ένα είδος «ιερού ρεαλισμού», κατ’ αναλογία του πάλι ποτέ «σοσιαλιστικού ρεαλισμού». Η ενασχόληση με αυτή τη διάσταση είχε περισσότερο για στόχο αφενός την εξοικείωση με το μυστήριο και αφετέρου την απελευθέρωση από το θέμα.
Είναι αλήθεια ότι προς στιγμή φοβήθηκα ότι ένα τέτοιο θέμα υπήρχε κίνδυνος μερικοί να το εκλάβουν εσφαλμένα ως θρησκευτικό, ενώ άλλοι να το περιορίσουν και πάλι στους Δελφούς, λόγω της ιστορικής ιερότητας του χώρου. Με εξέπληξε βέβαια και πάλι ο υψηλός αριθμός των συμμετοχών, αλλά αυτή τη φορά η παραγωγή των φωτογραφιών ήταν, πολύ φυσικά, πιο διστακτική, διότι μέρος του εγχειρήματος ήταν να μην μπορεί ο φωτογράφος να βρει σανίδα σωτηρίας στο θέμα του, αλλά να προσδώσει αξία, μέσω της μυστηριακής και μυστηριώδους ιερότητας, σε οτιδήποτε τον έκανε να σηκώσει τη μηχανή του. Ένα άλλο σχετικό με τα παραπάνω πρόβλημα είναι ότι συνήθως οι συμμετέχοντες σε ένα σεμινάριο έχουν την ικανοποίηση να παίρνουν μαζί τους μετά τη λήξη μια σειρά απαντήσεων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πήραν, και χαίρομαι γι’ αυτό, μια σειρά ερωτήσεων. Οι απαντήσεις θα προκύπτουν εν αγνοία τους και εν καιρώ.
Η απελευθέρωση βέβαια από το εικονιζόμενο θέμα καθιστά πιο δύσκολη, αλλά ταυτόχρονα πιο ελκυστική και ενδεχομένως πιο παιδαγωγική και πιο ενδιαφέρουσα την έκθεση. Επιλέχτηκαν φωτογραφίες από όλους εκείνους που υπέβαλαν φωτογραφίες για συζήτηση, αλλά όχι μόνον από αυτές που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια του σεμιναρίου, αλλά και πριν ή και μετά από αυτό, δηλαδή, γενικώς από τη δουλειά των συγκεκριμένων φωτογράφων. Θεωρήθηκε -και αυτό είναι για μας το πιο σωστό- ότι θέμα είναι πάντα ο δημιουργός. Είναι βέβαια σαφές ότι ούτε όλοι οι συμμετέχοντες έχουν την ίδια πείρα και εξάσκηση ή τις ίδιες ικανότητες, ούτε όλοι έχουν την ίδια ανάγκη από τη διάσταση μιας ιερότητας ή εξοικείωση με αυτήν. Το σημαντικό, τέλος, είναι ο θεατής των φωτογραφιών να μην επιδιώκει να ανιχνεύει τη διάσταση της ιερότητας, αλλά να αφήνει το αποτύπωμα των φωτογραφιών να επιδρά στην πνευματικότητα του και να επικοινωνεί με αυτήν.
Κλείνοντας τα παραπάνω σχόλια θα ήθελα να σας μεταφέρω δυο προσωπικές μου εμπειρίες, που μπορούν να συμπληρώσουν τις σκέψεις που προηγήθηκαν. Η πρώτη οφείλεται σε μια ομαδική έκθεση του «Φωτογραφικού Κύκλου» στο Μουσείο Μπενάκη πριν από λίγα χρόνια. Ένας, προφανώς ευλαβής, μαθητής της πρώτης δημοτικού επιχείρησε να ασπαστεί μια φωτογραφία που έδειχνε μια εικόνα του Χριστού τραβηγμένη σε εκκλησία. Η μητέρα του τον τράβηξε πίσω. Το παιδί είχε απλώς αναγνωρίσει το θέμα. Η μητέρα είχε διακρίνει την απουσία ιερότητας. Είχαν και οι δύο δίκιο. Η δεύτερη οφείλεται σε ένα απόσπασμα από το μεγάλο έργο του Marcel Proust, όπου ένας άνθρωπος, που γνωρίζει ότι είναι στο κατώφλι του θανάτου, πηγαίνει να ξεψυχήσει στο Λούβρο κοιτάζοντας έναν πίνακα του Vermeer. Ίσως κάποτε τα μουσεία, η τέχνη, να γίνουν οι νέες μας εκκλησίες.
– Φωτό στην κορυφή της σελίδας: Γουζούαση Νίκη