Η λήψη που βλέπετε, είναι μια από τις πιο εμβληματικές της περιόδου αμέσως μετά τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Τραβήχτηκε, στη Bαρσοβία, την άνοιξη του 1948, από τον David ‘Chim’ Seymour, έναν από τους συνιδρυτές της Magnum Photos. Πρωταγωνίστρια ένα νεαρό κορίτσι 7 ή 8 ετών: χρειάστηκαν παραπάνω από τα 2/3 ενός αιώνα για να μάθουμε την ταυτότητα και την ιστορία της!
Ο Seymour είχε μεταβεί στην Ευρώπη ως ειδικός ανταποκριτής της UNICEF για να καταγράψει την κατάσταση των παιδιών σε πέντε ευρωπαϊκές χώρες (ανάμεσά τους και η Ελλάδα) στο μεταπολεμικό τοπίο. 13 εκατομμύρια παιδιά είχαν επιβιώσει στη Γηραιά Ήπειρο: ήταν άστεγα και ορφανά, ενώ πολλά από αυτά έφεραν σωματικούς και ψυχικούς τραυματισμούς.
Ο φωτογράφος τράβηξε τη συγκεκριμένη εικόνα σε ένα ειδικό σχολείο για παιδιά με διαταραγμένο ψυχισμό εξαιτίας του πολέμου (“a school for backward and psychologically upset children” καταγράφει ο ίδιος στις σχετικές σημειώσεις του από την εποχή). Το κορίτσι ζωγραφίζει στον πίνακα μια εικόνα με θέμα “σπίτι”. Την αντίκρισαν εκατομμύρια μάτια όταν δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό LIFE, συνοδευόμενη από τη λεζάντα: «Οι πληγές των παιδιών δεν είναι πάντα εξωτερικές. Αυτά που συμβαίνουν στο μυαλό των παιδιών στα χρόνια της θλίψης χρειάζονται πολύ καιρό για να επουλωθούν».
Στη συνέχεια η εν λόγω φωτογραφία επιλέχθηκε από τον Edward Steichen για την θρυλική έκθεσή του The Family of Man που παρουσιάστηκε στο ΜοΜΑ μεταξύ 24/1-8/5 1955.
Η μικρή ονομαζόταν Tereska – πέραν αυτού όμως, η ταυτότητα της παρέμεινε έκτοτε άγνωστη.
Η συνέχεια της ιστορίας καταγράφηκε από το περιοδικό Τime και παρουσιάστηκε στα ελληνικά από την HuffPost.
Ας τη δούμε:
Ο διευθυντής του Ιδρύματος Τερέσκα, Γκρέγκορ Ζίμπενκοτεν, σε συνεργασία με τον Πολωνό ερευνητή, Πάτρικ Γκράτσεγουικζ και τη δημοσιογράφο Ανέτα Γουάγρζινκζακ διέταξε έρευνα προκειμένου να λυθεί το μυστήριο με την ταυτότητα του παιδιού.
Ο Μάθιου Μέρφι, ένας συντάκτης στα γραφεία της Magnum Photos της Νέας Υόρκης παρείχε στους προαναφερθέντες όλες τις πληροφορίες και τα αρχεία σχετικά με τη ζωή του Ντέιβιντ Τσιμ Σέιμουρ.
Στις αρχές του Σεπτεμβρίου του 1948, ο Τσιπ έφτασε στην πατρίδα του την Πολωνία, όπου ανακάλυψε ότι οι γονείς του και οι περισσότεροι συγγενείς του είχαν σκοτωθεί από τους Ναζί.
Πηγαίνοντας στη Βαρσοβία, φωτογράφισε τα ερείπια του εβραϊκού γκέτο και τα παιδιά στην οδό Stawki Street. Εκείνα επέστρεφαν στο σπίτι τους καθημερινά με τα πόδια από το σχολείο, που ήταν το μοναδικό κτίριο που δεν είχε καταστραφεί από τις βόμβες.
Το σχολείο της Τερέσκα εντοπίστηκε από συγκεκριμένα πλάνα καθώς αποτελούσε το κεντρικό θέμα μίας ταινίας μικρού μήκους που γυρίστηκε το 1948. Από τη λίστα με τους μαθητές που φοιτούσαν εκείνη την περίοδο στο εν λόγω σχολείο υπάρχουν τρεις πιθανές «Τερέσκα». Μία από αυτές ήταν πολύ μεγαλύτερη ηλικιακά(12-13 ετών) από το κορίτσι που απεικονίζεται στη φωτογραφία – σύμβολο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν οι ερευνητές εντόπισαν και τη δεύτερη Τερέσκα ήταν ολοφάνερο πως δεν πρόκειται για το κορίτσι της φωτογραφίας. Η τρίτη Τερέσκα ήταν 7 ή 8 ετών, ηλικία που αντιστοιχούσε με εκείνη του κοριτσιού της φωτογραφίας.
Η ερευνητική ομάδα βρήκε τον αδελφό της και τη θετή αδελφή της και έτσι ανακάλυψε μερικά στοιχεία για τη ζωή του κοριτσιού. Η Τερέσκα Αντβεντόβσκα προήλθε από μία καθολική οικογένεια. Ήταν μία από τις δύο κόρες του Τζαν Κλέμενς, ενός ακτιβιστή. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης στη Βαρσοβία (Αύγουστος- Οκτώβριος του 1944) ο Κλέμενς κρατούνταν και υποβλήθηκε σε βασανιστήρια από την Γκεστάμπο.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου η μητέρα της Τερέσκα, η Φρανσίσζκα, έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να βγάλει πέρα και επισκεπτόταν ένα εβραϊκό γκέτο για να πωλήσει αγαθά.
Κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού της Βαρσοβίας από τη Γερμανία, το σπίτι της Τερέσκα καταστράφηκε. Η Τερέσκα χτυπήθηκε στο κεφάλι κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού και υπέστη ελαφριά τραυματική εγκεφαλική βλάβη. Σε ηλικία μόλις 4 ετών εκείνη και η 14χρονη αδελφή της περπάτησαν προκειμένου να φθάσουν σε ένα χωριό που απείχε 40 μίλια από την κατεστραμμένη από τον πόλεμο Βαρσοβία. Σχεδόν πέθαιναν από την πείνα. Αυτό επιβάρυνε τη σωματική και ψυχική κατάστασή της Τερέσκα.
Κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους 1954-1955 η Τερέσκα έπρεπε να σταλεί σε ψυχιατρικό άσυλο στη Σβιεσιέ (περίπου 190 μίλια μακριά από τη Βαρσοβία).
Από την παιδική ηλικία της αγαπούσε να ζωγραφίζει κυρίως λουλούδια και ζώα. Ως έφηβη ήταν εθισμένη στο τσιγάρο και το αλκοόλ και είχε βίαιη συμπεριφορά προς τον μικρότερο αδελφό της.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και μετά πέρασε τη ζωή της στο κέντρο ψυχικού ασύλου Τουόρκι.
Η βιολογική ζωή της τέλειωσε το 1978, όταν και πέθανε από πνιγμό τρώγοντας ένα κομμάτι λουκάνικο που έκλεψε από ένα άλλο ασθενή. Η ζωή της λήψης της και ο βαθύς συμβολισμός της, ωστόσο, έχουν πια διασφαλίσει την αθανασία της.