Ενδιαφέρουν

Η ΝΟΥΡΝΤΑΝ ΤΟΥΡΚΕΡ ΣΤΟ ΣΥΛΛΟΓΟ ΙΜΒΡΙΩΝ

Θα πραγματοποιήσει ομιλία την Τετάρτη 8 Ιανουαρίου!

Mια πολύ ενδιαφέρουσα εκδήλωση με δωρεάν είσοδο πραγματοποιείται από το Σύλλογο Ιμβρίων (Λεωφ. Ελ. Βενιζέλου 80, Νέα Σμύρνη) την Τετάρτη 8 Ιανουαρίου, με ώρα προσέλευσης 6:45μμ και ώρα έναρξης 7μμ! 

Η Νουρντάν Τουρκέρ σπούδασε πολιτικές επιστήμες και δημόσια διοίκηση στη Σχολή Διοίκησης του Πολυτεχνείου της Άγκυρας. Έκανε μεταπτυχιακό στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Μαρμαρά στην Κωνσταντινούπολη, όπου εκπόνησε τη διατριβή με θέμα “Η χρήση της φωτογραφίας στον Τύπο – Σχέση φωτογραφίας και λεζάντας”. Το 2013 ολοκλήρωσε το διδακτορικό της στην Κοινωνική Ανθρωπολογία στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Γεντίτεπε της Κωνσταντινούπολης. Ο τίτλος της διδακτορικής της διατριβής ήταν “Αντίληψη και αναπαραστάσεις του ανήκειν στις θρησκευτικές τελετουργίες των Ελλήνων ορθοδόξων της Ισταμπούλ”.

Η ομιλία της θα έχει θέμα PHOTOGRAPHY AND PLACE – Looking at two cities (Paris and
Istanbul) in the early years of the invention of photography.

Ακολουθεί απόσπασμα από συνέντευξη της Τουρκέρ στην Εφημερίδα των Συντακτών (4.2.2019) με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της «Δεν έχω πατρίδα, έχω τον τόπο μου – Ρωμιοί της Πόλης – χώρος, μνήμη, τελετουργίες» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.


Πώς ερμηνεύετε το γεγονός πως η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων αποκαλεί την Ιστανμπούλ, Κωνσταντινούπολη;

Από το 1453 και για πολλούς αιώνες μετά, η Πόλη αναγραφόταν στα επίσημα έγγραφα ως «Be-makam-ı Konstantiniyye el mahmiyye», δηλαδή ως «το μέρος που είναι η διατηρητέα θέση της Κωνσταντινούπολης», καθώς οι Οθωμανοί ήταν περήφανοι που είχαν καταλάβει τη σπουδαιότερη πόλη τού τότε κόσμου. Στο βιβλίο μου χρησιμοποιώ κυρίως τη λέξη «Πόλη». Προσωπικά πιστεύω πως είναι ακόμα δυνατές οι μνήμες. Είναι η δυναμική της αναγνώρισης μιας ταυτότητας ως Ρωμιοί ορθόδοξοι της Πόλης. Είναι τα βαθιά σημάδια που άφησε η απαγόρευση της μητρικής γλώσσας τους στον δημόσιο χώρο, η θλίψη τού να θεωρούνται «ξένοι» στην πόλη όπου έζησαν επί γενεές γενεών, η μελαγχολία τού να μην είσαι «ούτε από εδώ ούτε από εκεί». Βέβαια το να νιώθεις την Πόλη κομμάτι σου είναι ένα θέμα. Το να αναδύονται επικίνδυνοι εθνικισμοί είναι ένα άλλο.

Μήπως είναι περισσότερο πένθος παρά εθνικισμός; Εσείς, γιατί θελήσατε να ασχοληθείτε με αυτό το θέμα και μάλιστα ως «προσωπικό στοίχημα»;

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Νίξαρ (σ.σ. Νεοκαισάρεια). Οι πρόγονοί μου ήρθαν εκεί από τον Καύκασο. Η πρώτη φορά που άκουσα τη λέξη «Ρωμιοί» ήταν όταν γκρέμιζαν ένα παλιό πέτρινο σπίτι και έλεγαν πως εκεί οι Τούρκοι εργάτες «είχαν ανακαλύψει αντικείμενα και χρήματα των Ρωμιών». Ως παιδί, όποτε ρωτούσα τι σημαίνει «Ρωμιός» ή «Αρμένιος», το μόνο που μου έλεγαν οι μεγαλύτεροι, χωρίς ποτέ να με κοιτάνε στα μάτια, ήταν κάτι για μετακινήσεις πληθυσμών και απελάσεις. Τα ίδια άκουγα και όταν ρωτούσα τον παππού μου για τη σφαίρα που είχε στο αριστερό του πόδι από τη μάχη στον Σαγγάριο (1921), για την οποία ελάχιστα μιλούσε. Ο άλλος παππούς μου, επίσης τότε στον Σαγγάριο, είχε μέχρι το τέλος του εφιάλτες από τις μάχες. Οπότε μάλλον δεν ανήκω στην πλειονότητα των συμπατριωτών μου: για μας οι ιστορίες με τους Ρωμιούς είχαν πίκρα, συναισθηματικό βάρος και αυτό που λέτε πένθος. Ισως γι’ αυτό θέλησα να ασχοληθώ, ως ενήλικας πλέον, και ως ερευνήτρια με αυτό που με φόρτιζε και με γοήτευε από παιδί: τους Ρωμιούς.

Ποια είναι τα κύρια συμπεράσματα αυτής της έρευνας;

Το σπουδαιότερο είναι πως Ρωμιοί και Πόλη είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένα: για άλλους είναι ένα κομμάτι τους στο οποίο δεν μπορούν ποτέ πια να επιστρέψουν. Για άλλους είναι μνήμες που δεν μπορούν να ζωντανέψουν ξανά. Είναι η ίδια τους η ταυτότητα, που έχασαν ή δημιούργησαν ξανά. Είναι εθνικιστικές κακοποιήσεις. Και φυσικά είναι και το σήμερα: νεότερες γενιές που συνεχίζουν να ζουν στην Πόλη ως «Ελληνες ντόπιοι».

Πώς νιώθατε κατά τη διάρκεια της έρευνας; Και δεν ρωτάω ως ιστορική ερευνήτρια, αλλά ως γυναίκα Τουρκάλα. Ηρθατε σε επαφή με ένα ευαίσθητο θέμα σε περίεργες συνθήκες.

Ως γυναίκα Τουρκάλα στη σημερινή Τουρκία νιώθω όπως ακριβώς περιέγραψε ο Μίλτος (ένας Ρωμιός της Πόλης): «Είναι μια μοναδική εμπειρία το να ζεις ως μειονότητα. Απαιτεί και ενισχύει ιδιαίτερα ταλέντα και χειρισμούς. Μπορείς εύκολα να κινδυνεύσεις. Γι’ αυτό και πάντα πρέπει να είσαι προετοιμασμένος για ακόμα πιο δυνατές δυσκολίες». Ως μια τέτοια «μειονότητα» και εγώ, ερχόμενη σε επαφή κατά τη διάρκεια αυτής της μελέτης με τη ρωμαίικη μειονότητα της Πόλης, αρχικά ένιωθα σαν να καταδύομαι σε έναν σκοτεινό διάδρομο. Ωστόσο οι ίδιες οι αφηγήσεις των ανθρώπων ήταν τόσο δυνατές και αληθινές, που γρήγορα ξαναγυρνούσα στο φως. Ηταν ένα «ταξίδι» μεταμόρφωσης για μένα, για το οποίο μόνο ευγνωμοσύνη νιώθω: τα συναισθήματα ήταν πάντα δυνατά -από θλίψη ώς απόγνωση για τόσους ανθρώπους που χάθηκαν, πέθαναν, έχασαν πατρίδες, οικογένειες, μέχρι τεράστια ζεστασιά προερχόμενη από τους Ελληνες με τους οποίους συνομιλούσα. Με απλά λόγια, αν θεωρήσουμε πως πριν από την ολοκλήρωση αυτής της έρευνας ήμουν ένας τυφλοπόντικας, πλέον μπορεί ακόμη να είμαι τυφλοπόντικας, αλλά βλέπω κάπως καλύτερα.

Πώς στέκεστε απέναντι σε σύγχρονα γενονότα που απομακρύνουν τους δύο λαούς; Από την τραγωδία της Κύπρου μέχρι δηλώσεις θεσμικών αξιωματούχων όπως ότι «οι Ολυμπιακοι Αγώνες ξεκίνησαν από την Τουρκία», «ο Ομηρος είναι Τούρκος» κ.ά.;

Θυμάμαι πολύ καλά τα γεγονότα στην Κύπρο, αν και ήμουν μικρή. Ολες αυτές οι τραγωδίες, που έζησαν και οι δύο λαοί, έχουν καταγραφεί από την κοινωνία και την Ιστορία. Προσωπικά θα έλεγα πως ευτυχώς πλέον οι αποστάσεις μπορούν εύκολα να καλυφθούν: δεν έχω ακούσει κανένα φίλο μου Τούρκο να έρχεται ως τουρίστας στην Ελλάδα και να λέει «αυτό το νησί έπρεπε να είναι δικό μας». Ισα ίσα αυτό που λένε είναι «ευτυχώς που δεν είναι δικά μας, γι’ αυτό και έχουν παραμείνει τόσο όμορφα». Εννοώ πως είναι άλλο να διαβάζεις ένα ιστορικό γεγονός και άλλο να γνωρίζεις τους ανθρώπους, να ακούς τη φωνή τους, να αλληλεπιδράς μαζί τους. Τότε μόνο μπορείς να έρθεις πραγματικά κοντά και να μάθεις την αλήθεια.

 






Aρθρογράφος

Μενέλαος Μελετζής

Διδάκτορας Επιστημών του Πανεπιστημίου του Νovisad (Σερβία) και επιστημονικός συνεργάτης του University of Applied Arts Belgrade, στον τομέα New Media. Είναι τ. Τακτικός Επίκουρος καθηγητής Φωτογραφίας στο τμήμα Γραφιστικής του Α-ΤΕΙ Αθήνας. Ασχολείται με τη συγγραφή βιβλίων και άρθρων για τη φωτογραφία επί 40 και πλέον χρόνια. Έχει συμμετάσχει με εικόνες του σε πολλές εκθέσεις φωτογραφίας στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έχει παραστεί ως κριτής σε διεθνείς και ελληνικούς φωτογραφικούς διαγωνισμούς. Μέλος της Ένωσης Δημοσιογράφων- Ιδιοκτητών Περιοδικού Τύπου (ΕΔΙΠΤ) και της Ομοσπονδίας Ενώσεων Εκδοτών Περιοδικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FAEP).