Ο Βραζιλιάνος δημιουργός αφήνει πίσω του ένα έργο συγκλονιστικής δύναμης και ανθρωπιάς. Η φωτογραφία δεν ήταν απλώς το μέσο του· ήταν η γλώσσα με την οποία μιλούσε για τον κόσμο, το εργαλείο του για να αφηγηθεί τις πιο σκληρές αλλά και τις πιο ευγενείς πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης.
Γεννημένος το 1944 στο Aimorés της Βραζιλίας, ο Salgado σπούδασε οικονομικά πριν στραφεί στη φωτογραφία στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η συνείδησή του, διαμορφωμένη από κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες στη Λατινική Αμερική, μεταφέρθηκε αυτούσια στο έργο του, το οποίο διακρίνεται για τον κοινωνικό του χαρακτήρα και την εμμονή στη μαρτυρία.
Εργάστηκε αρχικά ως οικονομολόγος για τον Διεθνή Οργανισμό Καφέ, αλλά η ζωή του άλλαξε όταν άρχισε να χρησιμοποιεί τη φωτογραφική μηχανή της γυναίκας του, Lélia Wanick Salgado. Γρήγορα συνειδητοποίησε ότι η καρδιά του χτυπούσε για την εικόνα και την ανθρώπινη εμπειρία. Από τις πρώτες του δουλειές με το πρακτορείο Sygma και στη συνέχεια με τα θρυλικά πρακτορεία Gamma και Magnum Photos, έγινε φανερό ότι επρόκειτο για μια ξεχωριστή φωνή στη φωτογραφία ντοκουμέντου.
Τα έργα του Salgado ήταν σχεδόν πάντα αποτέλεσμα πολυετών ερευνών και ταξιδιών. Δεν φωτογράφιζε περιστασιακά, αλλά δούλευε επίμονα πάνω σε μεγάλες ενότητες που είχαν βαθύ ανθρωπιστικό και πολιτικό χαρακτήρα. Το “Workers” (1993) είναι ένα έπος για την ανθρώπινη εργασία σε ορυχεία, καράβια, εργοστάσια· ένας ύμνος στους εργάτες του κόσμου. Το “Migrations” (2000) καταγράφει τις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών σε κάθε γωνιά της Γης, ενώ το “Sahel” και το “Exodus” ανέδειξαν τις συνέπειες της φτώχειας, του πολέμου και της πείνας σε χώρες του Τρίτου Κόσμου.
Η δουλειά του στη Ρουάντα, κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας, ήταν μία από τις πιο επώδυνες περιόδους στη ζωή του. Όπως ο ίδιος έχει πει, έφτασε στο σημείο να χάσει την πίστη του στον άνθρωπο. Ήταν τότε που, με τη βοήθεια της Lélia, αποφάσισε να επιστρέψει στη Βραζιλία και να αναγεννήσει τον τόπο όπου μεγάλωσε, φυτεύοντας εκατομμύρια δέντρα — ένα προσωπικό και συμβολικό ταξίδι επιστροφής στη ζωή.
Η τελευταία μεγάλη του δουλειά, το “Genesis”, αποτέλεσε έναν οικουμενικό ύμνο στη φυσική ομορφιά του πλανήτη και στην αρμονία ανθρώπου και φύσης. Δούλεψε για περισσότερα από 8 χρόνια, φωτογραφίζοντας φυλές, τοπία, άγρια ζώα, με έναν σχεδόν μυσταγωγικό σεβασμό. Ήταν μια στροφή από τη φρίκη στην ελπίδα, μια αναζήτηση ισορροπίας σε έναν κόσμο που έμοιαζε να έχει ξεχάσει τις ρίζες του.
Η αισθητική του Salgado ήταν αναγνωρίσιμη και άρρηκτα δεμένη με το μήνυμά του. Φωτογράφιζε σχεδόν αποκλειστικά σε ασπρόμαυρο, με βαθύ κοντράστ, λεπτομέρεια και σύνθεση που παρέπεμπαν σε εικόνες βγαλμένες από όνειρα ή εφιάλτες. Δεν ήταν ποτέ “ουδέτερος” παρατηρητής — ήταν παρών, συμμέτοχος, και συχνά βαθιά εμπλεκόμενος συναισθηματικά. Η φωτογραφία του δεν “έκλεβε” εικόνες, αλλά οικοδομούσε σχέσεις. Πάντα με σεβασμό, ποτέ με εκμετάλλευση.
Ο Salgado επηρέασε γενιές φωτογράφων με το ήθος και την αφοσίωσή του. Στην εποχή της ταχύτητας και της επιφανειακής κατανάλωσης εικόνας, εκείνος αντιστάθηκε με βαθιά ερευνητική δουλειά, επιμονή και διάρκεια. Η φωτογραφία του δεν είχε στόχο το εντυπωσιακό, αλλά το αληθινό.