Photonet Συνεντεύξεις

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΝΟΣ

«Σήμερα θα φωτογράφιζα με α/μ στις γειτονιές της Αθήνας!»

Με ιδιαίτερη αγάπη για τον καθημερινό άνθρωπο και τις εκδηλώσεις «ζωής» σε κάθε τόπο, ο Κώστας (όπως τον αποκαλούν οι οικείοι του) Μάνος προσεγγίζει τα θέματά του, είτε μέσα από μια ποιητική –όπως την αποκαλεί– ασπρόμαυρη ή με μια πιο φωτογραφική έγχρωμη ματιά, με έναν τρόπο που σίγουρα αργότερα μαγνητίζει και καθηλώνει τον θεατή, οδηγώντας τον στο να αναρωτηθεί ακόμη περισσότερο για τη ζωή που βρίθει πίσω από κάθε εικόνα, στον κάθε τόπο και γύρω από τους ίδιους τους φωτογραφιζόμενους ειδικότερα.

Μεταξύ των πολλών φωτογραφικών projects με τα οποία έχει καταπιαστεί στη μακροχρόνια καριέρα του είναι και το Greek Portfolio, μια μεγάλη σειρά εικόνων τραβηγμένων κατά τη δεκαετία του 1960 σε διάφορα σημεία της ελληνικής επαρχίας. Η επιθυμία του νεαρότατου τότε φωτογράφου ήταν να ανακαλύψει τις ρίζες του και ιδιαίτερα τι ήταν το περιβόητο «χωριό» που τόσο συχνά άκουγε από τους Έλληνες μετανάστες γονείς του. Έτσι αυτή η προσωπική (και κατά κάποιο τρόπο και λαογραφική) αναζήτηση έγινε η αφορμή για τη δημιουργία ενός εντυπωσιακού λευκώματος με γνήσιο ελληνικό «χρώμα» και ύφος.

Ο Κωνσταντίνος Μάνος βρέθηκε τον Μάιο του 2013 στην Αθήνα με αφορμή δύο παράλληλες εκθέσεις της δουλειάς του. Το ασπρόμαυρο Greek Portfolio που φιλοξενήθηκε στο κεντρικό κτίριο του Μουσείου Μπενάκη και το American Color, μια σειρά εντυπωσιακών έγχρωμων εικόνων από την κοινωνία των νότιων Αμερικάνικων Πολιτειών που παρουσιάστηκε στο Athens House of Photography.

Ο φωτογράφος του Magnum, διατηρώντας εντυπωσιακή επαφή με την ελληνική γλώσσα, ακόμη και με τους ιδιωματισμούς της, χαίρεται να μιλάει για την φωτογραφική του πορεία όχι μόνο ως προς την ελληνική του εμπειρία αλλά και ως προς τις αγαπημένες του δουλειές γενικότερα. Μοιράστηκε μαζί μας πολλά από την ιστορία της δημιουργίας του Greek Portfolio καθώς και τις σκέψεις του επάνω στο American Color και τη φωτογραφία γενικότερα.

Όταν τον συναντήσαμε, είχε μόλις επιστρέψει από ένα σύντομο ταξίδι στα Χανιά, όπου βρέθηκε προσκεκλημένος για ομιλία και portfolio review μιας ομάδας ερασιτεχνών κυρίως φωτογράφων, ανάμεσα στους οποίους θεωρεί ότι συνάντησε ιδιαίτερα ταλαντούχους ανθρώπους.

© Constantine Manos/ Μagnum Photos: Τhe Bostonians

Ήταν μια ενδιαφέρουσα εμπειρία για εσάς;

Έχω φτάσει σε ένα σημείο στη ζωή μου που μπορώ κάποια πράγματα να τα κάνω χωρίς να περιμένω ή να επιδιώκω αμοιβή. Και αυτό είναι ένα από αυτά. Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους δεν θέλουν να γίνουν επαγγελματίες. Κάνουν άλλες δουλειές, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να κάνουν πολύ ωραίες φωτογραφίες. Άλλωστε και η λέξη “επαγγελματίας” απλώς σημαίνει ότι βγάζεις χρήματα από αυτό που κάνεις, χωρίς να σημαίνει ότι είσαι και καλός. Είχα κατά καιρούς μαθητές που ήταν καλύτεροι από επαγγελματίες.

Ποιο ήταν το κίνητρό σας ώστε να έρθετε στην Ελλάδα; Η καταγωγή ή κάποιο άλλο στοιχείο;

Ήταν σίγουρο το «χωριό». Άκουγα τη λέξη αυτή από τότε που ήμουν μικρό παιδί. Και ακούγοντας συνέχεια το «έτσι κάναμε στο χωριό» είχα φτιάξει μια φανταστική εικόνα. Ενώ ήμουν φωτογράφος από πολύ μικρός, όταν πια έφτασα σε κάποια ηλικία, περίπου 26 χρόνων, και είχα ήδη τελειώσει ένα όμορφο βιβλίο για τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βοστόνης, είχα χρόνο και ήμουν πια έτοιμος. Τότε βρήκα έναν εκδότη που πίστευε σε εμένα και μου έδωσε κάποια χρηματοδότηση. Κάθισα και έκανα σχέδια: έστειλα στην Αθήνα ένα μεγάλο μπαούλο με τον εξοπλισμό του σκοτεινού θαλάμου μου (μεγεθυντήρα, λεκάνες κ.λπ.) και τους δίσκους μου με κλασική μουσική. Μετά πήγα αεροπορικώς στη Γερμανία, αγόρασα ένα Volkswagen και δύο μηχανές Leica και ήρθα στην Ελλάδα. Βρήκα ένα διαμέρισμα στην Αναγνωστοπούλου όπου γνώρισα και τον Τσαρούχη γιατί έμενε απέναντί μου, και μάλιστα με ζωγράφισε και σε έναν από τους πίνακές του.
Ωστόσο ακόμη δεν ήξερα πώς ακριβώς θα προσέγγιζα αυτό που ήθελα να κάνω. Είχα φτιάξει μια μακέτα του βιβλίου για να δείξω στον εκδότη μου και είχα συμπεριλάβει και έγχρωμη και ασπρόμαυρη εικόνα, τοπία και ψαρόβαρκες και ήταν λίγο ρομαντικό και ίσως γλυκανάλατο.

Για αρκετούς μήνες προσπαθούσα να βρω πώς θα γινόταν τελικά η δουλειά μου. Πηγαινοερχόμουν από την Αθήνα σε διάφορα μέρη. Πήγαινα σε ένα χωριό, πάρκαρα το αυτοκίνητό μου και πήγαινα στο καφενείο και στην πλατεία – στα περισσότερα από αυτά τα μέρη υπήρχε ένα μόνο καφενείο τότε. Και τότε κατάλαβα ότι το πιο όμορφο υλικό βρισκόταν στα πιο απομονωμένα μέρη, χωρίς τουρίστες, στο τέλος κάποιου χωματόδρομου. Και έτσι κατέληξα στον κανόνα να δουλεύω μόνο στα χωριά που δεν είχαν ηλεκτρισμό. Σε όλα αυτά τα χωριά οι άνθρωποι ήταν πολύ ζεστοί. Δεν είχαν δει ποτέ τουρίστα και τους φαινόταν ενδιαφέρον το ότι ήμουν Ελληνο-αμερικάνος. Μου έβρισκαν πάντα ένα μέρος για να μείνω, χωρίς χρήματα. Πάντα βρισκόταν ένα μέρος είτε στο καφενείο ή στην εκκλησία όπου θα μου έβαζαν ένα κρεβάτι και μια λεκάνη και θα ερχόταν και μια γυναίκα το πρωί να μου φέρει νερό και πάντα θα μου προσέφεραν και φαγητό. Ήταν πολύ φτωχοί και το φαγητό απλώς βασικό: μπιζέλια, ψωμί, φέτα…τέτοια!

Φωτογράφιζα, επέστρεφα στην Αθήνα, εμφάνιζα τα φιλμ μου και έκανα κάποια τυπώματα στον σκοτεινό μου θάλαμο. Υπάρχει μάλιστα και μια αστεία ιστορία σχετικά με τη λεκάνη που ήθελα για τον θάλαμο. Όταν έφτασα εδώ και ετοιμαζόμουν να στήσω το θάλαμό μου στην κουζίνα του διαμερίσματός μου, χρειαζόμουν μια [τετράγωνη] λεκάνη και ρώτησα τους Έλληνες φίλους μου ποιο ήταν το καλύτερο υλικό για αυτό που ήθελα – μου είπαν το μάρμαρο. Πήγα λοιπόν δίπλα στο νεκροταφείο όπου ετοιμάζουν τα μνήματα και τους ζήτησα να μου φτιάξουν τη λεκάνη που ήθελα. Όταν την έφτιαξαν, ζήτησα να μου τη φέρουν στη διεύθυνσή μου αλλά μου είπαν ότι παρέδιδαν μόνο στο νεκροταφείο! Οπότε βρήκα ένα μικρό φορτηγό να μου τη φέρει και όταν τελείωσα εδώ τη δουλειά μου και έφευγα, τους την ξανάφησα εκεί!

© Constantine Manos/ Μagnum Photos: αγόρι με στεφάνη στην Κρήτη (1964).

Στην ουσία αυτή ήταν η ρουτίνα μου: αργή και δύσκολη. Δεν τράβαγα πολλά φιλμ. Τραβούσα μόνο όταν υπήρχε κάποια καλή κατάσταση μπροστά μου. Τράβηξα μόνο 450 φιλμ 36άρια. Όταν ήμουν μικρός, στα 13 μου, έγινα μέλος ενός Φωτογραφικού Ομίλου (Camera Club) όπου υπήρχε σκοτεινός θάλαμος και το πιο σημαντικό πράγμα που έμαθα ήταν η σωστή τεχνική του σκοτεινού θαλάμου. Να εμφανίζω προσεκτικά τα φιλμ, να προσέχω τις θερμοκρασίες και τους χρόνους και το καθαρό νερό. Οπότε από την αρχή μπορούσα να εμφανίζω καλής ποιότητος αρνητικά και να κάνω καλά τυπώματα. Όλα λοιπόν τα αρνητικά, ενώ εμφανίστηκαν το 1962-1963, είναι ακόμη σωστά και όμορφα, χωρίς να έχουν ξεθωριάσει ή κιτρινίσει. Και αυτό ήταν ευλογία γιατί πολλοί άνθρωποι δεν εμφάνιζαν τα φιλμ προσεκτικά. Όλη αυτή η διαδικασία διήρκεσε περίπου δυόμισι χρόνια και στην πραγματικότητα δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς πότε άρχισε και πότε τελείωσε.

Γύρισα πίσω στις Η.Π.Α. με τα φιλμ μου και ήμουν πολύ στενοχωρημένος γιατί αισθανόμουν ότι δεν είχα αρκετές καλές εικόνες για το βιβλίο μου. Επέστρεψα το 1967 για λίγες εβδομάδες και έκανα κάποιες επιπλέον φωτογραφίες. Γύρισα στις ΗΠΑ και ξεκίνησα να τυπώνω στον θάλαμο, στην κουζίνα του διαμερίσματός μου, στο Κέιμπριτζ στη Μασσαχουσέτη. Τύπωνα επί δύο χρόνια: συνολικά πάνω από 300 φωτογραφίες. Επιλέχθηκαν οι φωτογραφίες για το βιβλίο και το βιβλίο τυπώθηκε και εκδόθηκε. Μετά έβαλα όλα τα τυπώματα σε ένα κουτί και τα χάρισα στο Μουσείο Μπενάκη.

Είναι σημαντικό να έχεις τριακόσιες τυπωμένες εικόνες από ένα θέμα. Τώρα πια, έχω ψηφιοποιήσει όλα τα κοντάκτ. Σκάναρα τα φιλμ σε έναν πολύ καλό flatbed σαρωτή και τώρα μπορείς να ανοίξεις το αρχείο σε μια μεγάλο οθόνη και να δεις όλες τις φωτογραφίες στη σειρά και σε αρκετά καλό μέγεθος. Κι έτσι έδωσα στο μουσείο ένα dvd με όλα τα ψηφιοποιημένα κοντάκτ, καθώς είναι πιο πολύτιμα από τα κοντάκτ στο χαρτί.

Ίσως θα έλεγε κανείς ότι η επιλογή για τις ενδιαφέρουσες εικόνες δεν τελειώνει ποτέ. Σε 100 χρόνια από σήμερα θα είναι ακόμη πιο ενδιαφέρουσες λόγω της ιστορικής τους αξίας.

© Constantine Manos/Μagnum Photos: Νέα Ορλεάνη, 2000

Ξαναήρθατε στην Ελλάδα;

Δεν ήρθα για να ξαναφωτογραφίσω για το βιβλίο. Ερχόμουν και φωτογράφιζα αλλά όχι για κάποιο λόγο μέχρι την ανάθεση για τους Ολυμπιακούς. Έξι φωτογράφοι του Magnum θα φωτογράφιζαν για 2 εβδομάδες. Τότε έκανα τους Αθηναίους. Ήταν πιο πολύ δημοσιογραφική προσέγγιση και όχι τόσο καλλιτεχνική ή ποιητική, κυρίως λόγω του ίδιου του θέματος.

Πώς εισπράξατε εσείς την αλλαγή της κοινωνίας στον χρόνο που είχε μεσολαβήσει μεταξύ της πρώτης φοράς που ήρθατε και του 2003;

Όταν επέστρεψα, δούλεψα μόνο στην Αθήνα. Υπήρχε και μάλλον υπάρχει ακόμη κάτι πολύ ελληνικό στις γειτονιές. Ιδιαίτερα στις γειτονιές της εργατικής τάξης. Ή και στις λαϊκές ή το Σάββατο στο Μοναστηράκι. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι της εργατικής και της μεσαίας τάξης δεν έχουν αλλάξει πολύ. Πιο πολύ έχουν αλλάξει οι πιο μορφωμένοι και οι πιο εύποροι. Έχουν και διαφορετική όψη. Με ρωτούν συχνά αν έπρεπε να φωτογραφίσω την Ελλάδα σήμερα πού και πώς θα φωτογράφιζα. Θα φωτογράφιζα ασπρόμαυρο στην Αθήνα, μάλλον στις πιο λαϊκές γειτονιές. Aν παρατηρήσει κανείς την δουλειά μου στο American Color θα προσέξει ότι είναι πολύ αφηρημένη. Δεν έχει πια να κάνει με τους ανθρώπους αλλά με τις φωτογραφίες καθαυτές. Αντίθετα έχω καταλάβει (και νομίζω πάντα το ήξερα) ότι η ασπρόμαυρη φωτογραφία είναι πιο ανθρώπινη. Τώρα όλοι τραβούν ψηφιακά και έγχρωμο, γιατί είναι τόσο εύκολο και τόσο φυσικό, αλλά στην πραγματικότητα πιστεύω ότι το ασπρόμαυρο είναι πιο ποιητικό γιατί αν βγάλεις το χρώμα μένει μόνο η ανθρώπινη υπόσταση του θέματος. Μου αρέσει το ασπρόμαυρο και έχω κάνει πολλά ασπρόμαυρα projects. Όλη η δουλειά μου ήταν ασπρόμαυρη μέχρι το 1982.

Δουλειές όπως οι Μαύροι του νότου όπου μεγάλωσα, η Κου Κλουξ Κλαν, όπως και ένα μεγάλο project στη Βοστόνη, εκτός από την Συμφωνική Ορχήστα, σχετικό με την επέτειο των 200 χρόνων της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας. Αυτό κράτησε έξι μήνες. Φωτογράφισα τους ανθρώπους της Βοστόνης – όλες τις κατηγορίες (πλούσιους, φτωχούς, Έλληνες, Εβραίους) με έναν απλό και όχι πολύ…καλλιτεχνίζοντα τρόπο. Αληθινές φωτογραφίες αληθινών ανθρώπων. Μετά οι εικόνες τυπώθηκαν μεγάλες και τοποθετήθηκαν ψηλά σε ένα μεγάλο κτίριο. Από αυτή τη δουλειά έγινε και ένα πολύ ωραίο βιβλίο με τίτλο The Bostonians. Αυτή ήταν η καλύτερη ανάθεση που είχα ποτέ!

© Constantine Manos/Μagnum Photos: Τhe Bostonians

Πώς είναι οι ρυθμοί της δουλειάς σας γενικά;

Δουλεύω αργά. Πολλοί λίγοι φωτογράφοι εμφανίζουν τα φιλμ τους και τυπώνουν τις φωτογραφίες τους. Ακόμη και στο Magnum λίγοι φωτογράφοι εμφανίζουν και τυπώνουν τις δουλειές τους.

Στο American Color υπάρχει η αίσθηση του παρατηρητή. Σαν να παρατηρείτε κάτι. Ποια ήταν η προσέγγιση και η σκέψη σας όταν το προετοιμάζατε;

Υπάρχει μια φράση του ποιητή Ρεμπώ που λέει: «σε όλα τα όμορφα πράγματα υπάρχει κάτι περίεργο». Πήγαινα σε μέρη όπου υπήρχε πολύς κόσμος και συνέβαιναν πράγματα και το χρώμα ήταν πάντα υπό τον πλάγιο απογευματινό ήλιο. Αυτή ήταν η πρώτη ύλη μου, το ακατέργαστο υλικό μου. Και έβρισκα μια σκηνή με σκιές, με χρώμα, με φως και μερικές φορές δεν καταλάβαινες καν τι ακριβώς συμβαίνει και έτσι σιγά σιγά οι εικόνες μου γίνονταν όλο και πιο αφηρημένες. Είναι μεγάλη δουλειά γιατί την έκανα στον δικό μου χρόνο και με τα δικά μου χρήματα, ενώ στο μεταξύ έκανα εμπορικές δουλειές για εταιρίες ή για παράδειγμα βιβλία μαγειρικής και κηπουρικής για το Time-Life.

Στο ενδιάμεσο μπορεί να έφευγα για μια εβδομάδα και να πήγαινα στην Καλιφόρνια ή στο Κόνι Άιλαντ ή σε μια παρέλαση κάπου αλλού και μετά μπορεί να μην φωτογράφιζα για πολύ καιρό. Όλη αυτή η δουλειά έγινε με την Leica Μ6, με φακό 35mm και με φιλμ Kodachrome 64ASA που ήταν το πιο κατάλληλο φιλμ εκθέσεων και αρχειοποίησης που έγινε ποτέ. Τώρα έχω έναν αποθηκευτικό χώρο με τέσσερα μεγάλα κουτιά γεμάτα με τα φιλμ εκείνου του καιρού. Έχω γραμμένες ακριβώς τις τοποθεσίες και τις χρονολογίες που τραβήχτηκε το κάθε φιλμ. Έτσι έχω πια ένα τεράστιο αρχείο που ψάχνω ένα καλό μέρος στις Η.Π.Α. για να το πάω, με μια σοβαρή πιθανότητα να καταλήξει στην Ουάσινγκτον. Πρόκειται για ένα τεράστιο ιστορικό αρχείο μιας συγκεκριμένης περιόδου και για το πώς ήταν και πώς συμπεριφέρονταν οι άνθρωποι κυρίως της εργατικής τάξης, καθώς δεν βρίσκεις συχνά εύπορους ανρθώπους απλώς στο δρόμο.

Δεν θεωρώ τον εαυτό μου φωτογράφο «δρόμου» (street photographer). Πηγαίνω σε συγκεκριμένες λαϊκές εκδηλώσεις όπως μια παρέλαση ή ένα πανηγύρι που γίνονται δημοσίως, αλλά δεν είναι τυχαία περιστατικά στο δρόμο. Είναι αυτό που θα λέγαμε «δημόσιες συναθροίσεις», όπως για παράδειγμα ένας αγώνας ποδοσφαίρου σε ένα γήπεδο. Υπάρχει μάλιστα ένας νόμος στις Η.Π.Α. σύμωνα με τον οποίο μπορείς να φωτογραφίσεις και να εκδόσεις οτιδήποτε συμβαίνει δημοσίως χωρίς να κινδυνεύσεις με αγωγές και μηνύσεις. Αν κάποιος βγάλει τα ρούχα του δημοσίως και εγώ τον φωτογραφίσω και δημοσιεύσω την εικόνα δεν μπορεί να κάνει τίποτε. Το American Color ήταν για εμένα σπουδαίο project. Πήγαινα όπου ήθελα για λίγες μέρες, μόνος με τη μηχανή μου, έμενα σε φθηνά motel και το απολάμβανα.

Αν επιλέγατε να φωτογραφίσετε σήμερα (σ.σ.: 2013) στις Η.Π.Α. τι προσέγγιση θα είχατε; Την ίδια;

Εγώ κατά βάση «ανταποκρίνομαι» σε αυτό που βρίσκεται μπροστά μου. Στην ευκαιρία, στην κατάσταση και ασφαλώς και στα «τυχερά» που απλώς συμβαίνουν ξαφνικά. Στο American Color κάθε φωτογραφία είναι τελείως διαφορετική γιατί έγινε σε πολύ διαφορετικές καταστάσεις, αλλά όλες μαζί, στο σύνολό τους, φαίνονται σαν να προέρχονται από την ίδια προσέγγιση. Κι όμως κάθε μία προέρχεται από μια τελείως διαφορετική εμπειρία και οι άνθρωποι που τις βλέπουν επίσης έχουν διαφορετικές αντιδράσεις. Και μου αρέσει αυτό γιατί είναι πολύ δύσκολο να τις βάλεις σε μια σειρά. Οπότε το καλύτερο που έχει να κάνει κανείς, είναι να τις πετάξει στο πάτωμα, να τις παίρνει και να τις τοποθετεί στη θέση τους. Κάθε μια είναι μια «οντότητα» από μόνη της.

© Constantine Manos/Μagnum Photos: Νέα Ορλεάνη, 2000

Χρησιμοποιείτε καθόλου ψηφιακές μηχανές;

Ναι, το 2008 πήρα την πρώτη μου ψηφιακή Leica. Υπάρχουν κάποιες ψηφιακές εικόνες στο American Color 2 στις οποίες προσθέσαμε λίγο κόκκο για να ταιριάζουν με τις υπόλοιπες και ήταν πολύ καλές. Δεν είμαι ειδικός στους υπολογιστές αλλά ξέρω τι θέλω να κάνω και ξέρω πώς να το κάνω. Πιστεύω ότι με τους υπολογιστές μπορει να κάνει κανείς ό,τι φωτογραφία θέλει: είτε θέλει κόκκο, είτε θέλει ασπρόμαυρο, είτε θέλει χρώμα. Ό,τι θέλει! Αλλά πρέπει να ξέρεις τι θέλεις και χρειάζεται υπομονή – σίγουρα όσοι έχουν δουλέψει σε σκοτεινό θάλαμο γνωρίζουν καλύτερα τι θέλουν και πώς πρέπει να γίνει.

Μου κάνει εντύπωση που πολλοί νέοι φωτογραφίζουν και τους αρκεί να βλέπουν τη δουλειά τους στον υπολογιστή χωρίς να τυπώνουν. Καταλαβαίνω ότι είναι θέμα κόστους, αλλά ακόμη και ένα μικρό τύπωμα αρκεί ώστε να «ζωντανέψει» η δουλειά – έστω για να το βάλεις στο τοίχο σου. Έχω έναν μεγάλο εκτυπωτή plotter και έναν Α3 για να τυπώνω. <…>

Πιστεύετε ότι η φωτογραφία -είτε γενικά ή και η δική σας δουλειά ειδικότερα- έχει επίδραση στην κοινωνία; Κάνει τους ανθρώπους να σκέφτονται, να προβληματίζονται και να επαναπροσδιορίζουν κάποια πράγματα;

Πιστεύω ότι η καλή φωτογραφία έχει μεγάλη επίδραση στο κοινό. Μπορεί να μην τη βλέπουν πολλοί, αλλά τη βλέπουν άνθρωποι που παρακολουθούν την τέχνη. Δεν είναι όπως οι φωτογραφίες που βλέπουμε για παράδειγμα στους New York Times. Κι αυτές έχουν επίδραση αλλά είναι πολύ εφήμερη. Αλλά η πιο «σοβαρή» φωτογραφία, αυτή που ξεφεύγει από την ειδησεογραφία και το ντοκουμέντο έχει πολύ μακρά ζωή γιατί οι άνθρωποι θυμούνται τις εικόνες, αγοράζουν τυπώματα και είναι σημαντικό γιατί πιστεύω ότι η φωτογράφια δεν «υπάρχει» μέχρι να τυπωθεί.

Η δουλειά σας εδώ είχε επίδραση στο πώς οι Αμερικάνοι έβλεπαν ή στο τι πίστευαν τότε για την Ελλάδα;

Ναι, απολύτως! Απέκτησαν την εικόνα μιας όμορφης και ποιητικής Ελλάδα χάρη σε αυτές τις φωτογραφίες – και μάλιστα μερικοί πιστεύουν ότι είναι ακόμη έτσι!

© Constantine Manos/Μagnum Photos: Daytona Beach, 2000.


Περισσότερα για το φωτογράφο: https://constantinemanos.com/

  • Φωτό στην κορυφή της σελίδας: © Constantine Manos / Μagnum Photos: γυρνώντας στο σπίτι, στο χωριό Κρίτσα της Κρήτης (1964).
  • 1η δημοσίευση: Photonet 167 – αποκτήστε το, με ένα κλικ εδώ!
 






Aρθρογράφος

Χριστίνα Καλλιγιάννη

Συνεργάτης του Photonet επί μακρά σειρά ετών. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αμέσως μετά φωτογραφία στην E.S.P. Το 2002 ξεκίνησε να εργάζεται ως επαγγελματίας φωτογράφος, με μακροχρόνιες συνεργασίες με τα περιοδικά “ΓΕΩτρόπιο” της “Ελευθεροτυπίας”, "Κ" και "Ταξίδια" της “Καθημερινής”, στα πλαίσια του ταξιδιωτικού και του ελεύθερου ρεπορτάζ. Για αρκετά χρόνια λειτουργούσε το δικό της φωτογραφικό στούντιο, το STUDIO 18.12, με βασικά αντικείμενα τη φωτογράφιση πορτρέτου, προσωπικού, επαγγελματικού, οικογενειακού και μόδας. Από το 2016 μέχρι το 2018 συμμετείχε στην διοργάνωση του Μεσογειακού Φεστιβάλ Φωτογραφίας / Medphoto Festival, έχοντας αναλάβει το Γενικό Συντονισμό της οργάνωσης του Φεστιβάλ. Σήμερα εξακολουθεί να φωτογραφίζει, με ιδιαίτερη αγάπη στα πορτρέτα και τους εσωτερικούς χώρους. Παράλληλα, είναι υπεύθυνη για το Γενικό Συντονισμό του Αthens Photo World, ενώ κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα, με τίτλο "Στιγμές Παράλληλες" (εκδόσεις Χάρτινη Πόλη).