Δυστυχώς (ή ευτυχώς) όμως, τα βήματα προόδου που κάνει η Αμερική για τον τρόπο προβολής των υποψηφίων προέδρων της, δεν είναι δυνατόν να ακολουθηθούν πιστά από οποιαδήποτε χώρα της Ευρώπης, κυρίως λόγω οικονομικών δυσχεριών. Τι γίνεται λοιπόν στα καθ΄ημάς; Στο κείμενο που ακολουθεί παρατίθενται τα σημαντικότερα στοιχεία από μια παλιότερη (23.10.2016) αλλά ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα όσο και επίκαιρη, λόγω των ημερών, έρευνα της Ζωής Παρασίδη η οποία δημοσιεύτηκε στο popaganda.gr.
Στα πλαίσιά της, πολιτικοί αναλυτές, καθηγητές, ειδικοί συνεργάτες και, φυσικά, φωτογράφοι μιλούν για τα όρια συντηρητισμού και υποκρισίας στην οπτική επικοινωνία πολιτικών και κοινού. Αναδημοσιεύονται επίσης κάποιες από τις λήψεις του άρθρου, στις οποίες διατήρησα και τις λεζάντες.
H Σύνοδος των Ηνωμένων Εθνών που πραγματοποιήθηκε στο Μανχάταν (σ.σ.: 18-22/09/2016) έφερε σαν «είδηση» μια φωτογράφιση του Έλληνα πρωθυπουργού σε σουίτα ξενοδοχείου για το ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters και τον φακό του Andrew Kelly. Τα εύθυμα και «άνετα» καρέ που συνόδευαν ένα κείμενο στο οποίο o Αλέξης Τσίπρας εξέφρασε την βεβαιότητα πως «μπορεί να υπάρξει θετική ανάπτυξη φέτος και μερική επιστροφή στις αγορές ομολόγων το 2017» σχολιάστηκαν με αρνητικό πρόσημο.
Ο Παναγιώτης Παπαχατζής, επικοινωνιολόγος της εταιρείας Οneteam, κρίνει πως η αμετάκλητη πεποίθηση ότι «ο πρωθυπουργός που ηγείται μιας χώρας σε κρίση δεν μπορεί να γελάει» είναι λάθος. «Θα ήθελες ο άνθρωπος που χειρίζεται τη χώρα σου να είναι μονίμως σοβαρός, μουτρωμένος και θυμωμένος; Ήταν μια χαλαρή φωτογράφιση του Πρωθυπουργού, θεωρώ πως θα μπορούσε να του έχει γίνει ένα καλύτερο brief από το επιτελείο του, αλλά είναι αρκετά υποκριτικό αυτό που κάνουμε συνήθως στην Ελλάδα, να θεωρούμε δηλαδή ότι οι πολιτικοί μας οφείλουν να είναι συνεχώς κουμπωμένοι. Οι περισσότεροι πολιτικοί κάνουν επαγγελματικές φωτογραφίσεις κατά τις οποίες οι φωτογράφοι συχνά έχουν το ταλέντο να βγάζουν τον πιο χαλαρό και πραγματικό εαυτό του φωτογραφιζόμενου».
Τι συμβαίνει όμως όταν τα κόμματα και οι πολιτικοί έχουν σε μεγάλο βαθμό απαξιωθεί από το εκλογικό κοινό με απoτέλεσμα να υπάρχει διάχυτο ένα κλίμα κυνισμού από τα social media μέχρι τις δημοσκοπήσεις; Κατά τον επικοινωνιολόγο οποιοδήποτε τρικ χωρίς ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο είναι κενό γράμμα. «Όταν ένας πρωθυπουργός βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα δημοτικότητας συνήθως ό,τι και να κάνει επικοινωνιακά λειτουργεί. Όταν όμως πέφτουν οι μετοχές του ό,τι και να κάνει εκλαμβάνεται ως στραβό επικοινωνιακά, κι αυτό είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται όσο καιρό υπάρχει πολιτική επικοινωνία. Ο Έλληνας Πρωθυπουργός εμφανίζεται λιγότερο δυναμικός σε σχέση με αυτό που απαιτούν οι περιστάσεις, η εκτίμησή μου είναι πως ακολουθεί κακά παραδείγματα από τους συμβούλους του, θεωρώ πως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το στιγμιότυπο με τον πολίτη που διαμαρτυρόταν εναντίον του στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης του 2016 και εκείνος καθόταν σαν άγαλμα. Αυτή υπήρξε μια πολύ πιο κακή του στιγμή από την φωτογράφιση στο Reuters».
Η λεζάντα που συμπληρώνει την παραπάνω εικόνα από την 81η ΔΕΘ (θα μπορούσε να) είναι: «Στον φίλο μας θα εξηγήσω αργότερα, ήθελε να με ρωτήσει γιατί δεν συνεργάστηκα με τον Σαμαρά. Αυτά συμβαίνουν» – είναι η δήλωση του Αλέξη Τσίπρα μετά το επεισόδιο που συνέβη στη διάρκεια της επίσκεψής του στο ρωσικό περίπτερο της έκθεσης.
Κατά πόσο μπορεί όμως ένα επιτελείο να αναδείξει τα δυνατά σημεία ενός προσώπου χτίζοντας γύρω του μια ισχυρή στρατηγική που θα προσελκύσει ακόμα και τους πιο δύσπιστους; «Νομίζω πως όσους και να ρωτήσεις θα σου πουν πως ο Μπαράκ Ομπάμα είναι το απόλυτο σημερινό επικοινωνιακό πρότυπο – ανέβασε την πολιτική επικοινωνία σε επίπεδα που μάλλον θα περάσουν πολλά χρόνια για να τα δούμε από κάποιον άλλον. Δεν έχει όμως μόνο μια πολύ καλή στρατηγική αφού πότε δεν μπορείς να εξαιρέσεις τον πολιτικό από την εξίσωση, μπορείς να τον πας πολύ ψηλά αν διαχειρίζεσαι την επικοινωνία του, όχι όμως πιο ψηλά από το ταβάνι του.
Όσον αφορά την Ελλάδα, από την παλιά φουρνιά και ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υπήρξαν υποδειγματικοί, μεταγενέστερα ο Γιώργος Παπανδρέου είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα αλλά πλέον η κρίση έχει σαρώσει τα πάντα. Συνεπώς είναι επισφαλές να λέμε πως υπάρχει best case study τα τελευταία δέκα χρόνια».
Όπως φαίνεται, οι φωτογραφίσεις που γίνονται στο πλαίσιο μιας συνέντευξης πολιτικού, τουλάχιστον σε ένα περιοδικό -έντυπο ή διαδικτυακό- χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Στη «lifestyle προσέγγιση» και στην απλή καταγραφή ενός πορτρέτου. Ωστόσο δεν είναι ευρέως γνωστή η διαδικασία η οποία προηγείται προκειμένου να φτάσει στα χέρια μας ένα ιλουστρασιόν εξώφυλλο (η μια λαμπερή εικόνα στη retina οθόνη μας).
Όπως μας εξηγεί φωτογράφος που έχει κάνει μερικά από τα καλύτερα πολιτικά πορτρέτα των τελευταίων χρόνων, σε όποιο μεγάλο μέσο κι αν αποφασίσει να φωτογραφηθεί κάποιος αναγκάζεται να παίξει εν μέρει με τους όρους που θέτει το ίδιο το μέσο κι αυτό ισχύει για όλους ανεξαιρέτως.
«Το lifestyle έχει ένα υποτυπώδες concept, για παράδειγμα όταν μου ζητήθηκε να φωτογραφίσω την Όλγα Κεφαλογιάννη έπρεπε να βρούμε χώρο, να φέρει ρούχα δικά της και να παρουσιάσουμε ένα στόρι. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου που δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει κάτι ανάλογο, και δε θα εντάσσόταν στην ύλη ένα γυναικείου περιοδικού, φωτογραφήθηκε την ώρα που θα γινόταν και η συνέντευξη, στον χώρο που επέλεξε εκείνη λόγω φόρτου εργασίας κι εμείς το αποδεχθήκαμε. Εκεί όπου υπάρχει συγκεκριμένο concept και συνήθως πραγματοποιείται βιαστικά στο στούντιο είναι όταν πρόκειται για αφίσες προεκλογικής καμπάνιας.
Ο Σημίτης όταν ερχόταν στο στούντιο είχε 20 λεπτά για τη φωτογράφιση της αφίσας, στα πρώτα 5 λεπτά έπρεπε να έχεις τελειώσει και στο υπόλοιπο τέταρτο καθόμασταν και μιλάγαμε. Ειδικά τα τελευταία χρόνια είναι ελάχιστοι οι πολιτικοί που θέλουν να δείξουν μια πιο lifestyle εικόνα τους. Γιατί υπάρχει Κρίση και θα κριθούν. Φυσικά, επαναλαμβάνω, παίζει ρόλο το μέσο. Αν φωτογραφιζόταν για μια εφημερίδα (όπου οι φωτογραφίες πρέπει να είναι πιο ρεπορταζιακές) ο Τσίπρας δε θα χαμογελούσε, θα γίνονταν πέντε κλικ και θα τελείωνε η υπόθεση».
Μια γραβάτα τοποθετημένη στραβά, μια ποσέτ στη τσέπη ενός σακακιού, η αποκάλυψη κάποιου τατουάζ, η στρατηγική τοποθέτηση σημαίνοντων εγχειριδίων στη βιβλιοθήκη ενός βουλευτικού γραφείου λειτουργούν ως σημειολογικά στοιχεία. Κι εξετάζονται τόσο ως αντικείμενα της ευρύτερης πολιτικής επιστήμης, όσο και ως ατού για τον καλλιτέχνη που θέλει να βάλει την υπογραφή του αναδεικνύοντας κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εμφάνισης του πολιτικού προσώπου.
Πόσο συχνά όμως ερχόμαστε σε επαφή με αυθόρμητα στιγμιότυπα; Ο λόγος και πάλι στην προηγούμενη πηγή μας. «Έχει να κάνει με την εικόνα που θέλει ο καθένας να περάσει προς τα έξω. Από ένα μικρό στοιχείο στο ντύσιμο και το στήσιμο του καθενός -που είναι ακραιφνώς κωδικοποιημένο- καταλαβαίνεις πώς θέλει να εμφανίζεται, πώς σκοπεύει να δείξει ότι είναι ηγέτης, πώς τονίζει ότι είναι όμορφος αλλά προσιτός, χαρισματικός και συνάμα υπεύθυνος. Ο φωτογράφος, βέβαια, όντας πίσω από το φακό, διακρίνει και κάτι άλλο σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Όμως αυτές οι λήψεις ποτέ δεν επιλέγονται για να δημοσιευθούν, αφού κάθε διαλεγμένο καρέ είναι κομμάτι διαφήμισης. Όταν φωτογραφίζεις μια ωραία γυναίκα βουλευτή δε μπορείς να της ζητήσεις να πάρει πόζες μοντέλου, δεν θα το δεχθεί, γιατί η φωτογραφία θα παραπέμψει αλλού και θα υπάρξει σύγχυση με το κείμενο στο οποίο μπορεί να μιλά για την πολιτική ενός υπουργείου.
Οι πόζες των πολιτικών είναι πιο στατικές και συνήθως ο φωτογράφος καλείται να βρει τη λύση. Στις φωτογραφίσεις σπάνια εμφανίζεται κάποιος επικοινωνιολόγος που κραυγάζει την ιδιότητά του ώστε να σε μανιπιουλάρει – είναι διακριτικοί και επεμβαίνουν μόνο κατά τη διαδικασία της προβολής.
Από το 1985 μέχρι σήμερα, ο Τάκης Διαμαντόπουλοςέχει φωτογραφίσει όλους τους Έλληνες Πρωθυπουργούς. Οι περισσότεροι στέκονταν μπροστά από τον φακό σε περιόδους που στόχευαν στο να επανεκλεγούν, εκτός από τον Ανδρέα Παπανδρέου που – όπως εξηγεί ο φωτογράφος- απλώς ήθελε να βγει μια ωραία φωτογραφία.
«Αυτοί που υπάρχουν στον κόσμο ως διάσημοι είναι πρώτα οι πολιτικοί, μετά έρχονται οι μουσικοί και μετά οι αθλητές. Οι πολιτικοί, όμως, είναι διάσημοι αλλά δεν είναι σταρ. Αναδεικνύονται βάσει του λόγου και όχι βάσει του προσώπου τους. Ό,τι κάνουν οι πολιτικοί με τις φωτογραφίες είναι λάθος, όλα. Θα έπρεπε να βγάζουν μια φωτογραφία που να αναδεικνύει την προσωπικότητά τους, μια κλασική φωτογραφία και όχι μια μοντερνιά σαν αυτές που κυκλοφορούν σήμερα. Έχουμε δει πολλές φορές φωτογραφίες πολιτικών που φαίνεται η αμηχανία στο μάτι τους. Όποτε έχει έρθει επικοινωνιολόγος τον έχω βγάλει έξω από το στούντιο – εκείνοι θέλουν να πουλήσουν τη δουλειά τους και νιώθουν την ανάγκη να κάνουν προτάσεις, ενώ εγώ αυτό που μπορώ να κάνω είναι μια καλή φωτογραφία που θα δει στο τέλος.
Προτείνουν στο φωτογραφιζόμενο πώς θα στήσει τα χέρια του, πότε θα τα βάλει στις τσέπες, πώς να δείχνει άνετος στον φακό λένε διάφορα περίεργα πράγματα τα οποία δεν αντιλαμβάνομαι πως εξυπηρετούν την φωτογράφιση. Κάθε φορά για να βάλω την άποψή μου που θα δώσει το αποτέλεσμα δίνω μάχη γιατί υπάρχουν ένα εκατομμύριο γνώμες, μπορεί ο ίδιος ο φωτογραφιζόμενος να σου πει “δεν αλλάζω γραβάτα, γιατί αυτή είναι το γούρι μου” και άλλα τέτοια τρελά. Μπορεί να στέκονται σ’ ένα μπαλκόνι αφήνοντας άναυδους χιλιάδες από κάτω, αλλά η φωτογραφία δεν είναι η δύναμη τους. Γι’ αυτό με τους πολιτικούς δουλεύω πάντα γρήγορα και δεν τους αφήνω να εγκληματιστούν».
Διαβάστε ολόκληρη την έρευνα εδώ
- Φωτό στην κορυφή της σελίδας: από το site metonkyriako.gr
- Updated: 5/7/19